- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄλκη?

1군 변화 명사; 여성 동물 로마알파벳 전사: alkē 고전 발음: [알께:] 신약 발음: [알께]

기본형: ἄλκη ἄλκης

형태분석: ἀλκ (어간) + η (어미)

어원: ἄλαλκε

  1. 말코손바닥사슴, 사슴
  1. elk

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄλκη

말코손바닥사슴이

ἄλκα

말코손바닥사슴들이

ἄλκαι

말코손바닥사슴들이

속격 ἄλκης

말코손바닥사슴의

ἄλκαιν

말코손바닥사슴들의

ἀλκῶν

말코손바닥사슴들의

여격 ἄλκῃ

말코손바닥사슴에게

ἄλκαιν

말코손바닥사슴들에게

ἄλκαις

말코손바닥사슴들에게

대격 ἄλκην

말코손바닥사슴을

ἄλκα

말코손바닥사슴들을

ἄλκας

말코손바닥사슴들을

호격 ἄλκη

말코손바닥사슴아

ἄλκα

말코손바닥사슴들아

ἄλκαι

말코손바닥사슴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δὲ ὁ πᾶσαν ἀλκὴν καὶ δυναστείαν ἔχων ἅπασαν, αἰώνιε, νῦν ἔπιδε. ἐλέησον ἡμᾶς τοὺς καθ᾿ ὕβριν ἀνόμων ἀλόγιστον ἐκ τοῦ ζῆν μεθιστανομένους ἐν ἐπιβούλων τρόπῳ. (Septuagint, Liber Maccabees III 6:12)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 6:12)

  • λοχῶντά τε γὰρ ἐπιτηρεῖ καὶ ἀντίον αὐτῷ ὁρᾷ ἐκκλίνουσα τὴν ὁρμήν, ὡς μὴ ἁλίσκοιτο σαγηνευθεῖσα καὶ περιπεσοῦσα ταῖς τοῦ θηρίου πλεκτάναις, τὴν μὲν γὰρ ἀνδρίαν καὶ τὴν ἀλκὴν αὐτῆς οὐχ ἡμᾶς χρὴ λέγειν, ἀλλ ὃς μεγαλοφωνότατος τῶν ποιητῶν Ὅμηρος: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 5:2)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 5:2)

  • τὸν γὰρ ἄριστον τῶν ἡρώων ἐπαινέσαι ζητῶν οὐ λέοντι ἢ παρδάλει ἢ ὑϊ` τὴν ἀλκὴν αὐτοῦ εἰκάζει, ἀλλὰ τῷ θάρσει τῆς μυίας καὶ τῷ ἀτρέστῳ καὶ λιπαρεῖ τῆς ἐπιχειρήσεως: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 5:3)

  • τοὺς δὲ πατέρας αὐτῶν, οὐδέν τι χείρους ἐκείνων ἐς ἀλκήν γενομένους, διαφθαρῆναι ἐν Θήβαις, ὅτι μὴ ἐπείθοντο τοῖς σημαινομένοις ὑπὸ θεῶν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 36 2:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 36 2:2)

  • ἴδε χρυσόδετον σώματος ἀλκήν, κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους παρὰ πορπάκων κελαδοῦντας. (Euripides, Rhesus, episode, anapests3)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, anapests3)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION