Ancient Greek-English Dictionary Language

σάν
(),
σάω
(Verb), 다 마시다, 삼키다, 체로 치다
σανδάλιον
(Noun), 샌들, 신발 밑창
σανδαλίσκος
(Noun),
σάνδαλον
(Noun), a wooden sole, sandals
σανδαράκη
(Noun), red or orange-coloured mineral
σανδαράκινος
(Adjective), of orange colour
σανδαρακουργεῖον
(Noun), a pit whence, is dug
σάνδυξ
(Noun), a bright red colour
σανίδιον
(Noun), ##서판, 알약
σανιδόω
(Verb), to cover with planks.
σανίδωμα
(Noun), 규모, 틀
σανίς
(Noun), 판, 널, 널빤지####문, 입, 오래######
σάος
(),
σάπφειρος
(Noun), 사파이어
Σαπφώ
(), Sapph..
σαπρία
(Noun),
σαπρίζω
(Verb), to rot, make rotten or stinking
σαπρός
(Adjective), 부패한, 썩은, 역한, 불쾌한 냄새를 풍기는, 토할 것 같은##낡은, 입은, 오래된##
σαπρότης
(Noun), 부패, 썩음, 부패 작용
σάπων
(Noun), 비누

SEARCH

MENU NAVIGATION