Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? ποθι πόθι ποι
Ποτιδαία
(Noun),
Ποτιδαιάτης
(Noun), an inhabitant of Potidaea; a Potidaean
Ποτιδαιατικός
(Adjective), Potidaen
ποτιδόρπιος
(Adjective), of or serving for supper, serve to dress his supper
ποτιφωνήεις
(Adjective),
ποτικός
(Adjective), fond of drinking, given to drinking
ποτίκρανον
(Noun), 쿠션
πότιμος
(Adjective), 신선한, 푸른, 생생한##부드러운, 신선한, 온화한, 즐거운, 단, 달콤한
ποτινίσσομαι
(Verb),
ποτιπίπτω
(),
ποτιπτήσσω
(Verb), to crouch or cower towards, verging towards
ποτιπτύσσω
(),
ποτιτρόπαιος
(Adjective),
ποτίζω
(Verb), 마시다, 하다, 먹다, 들다##
πότμος
(Noun), 죽음, 운명, 사망, 사신, 명운, 저승사자##운, 재수, 운명, 복
πότνα
(Noun),
πότνια
(Noun), 여왕, 왕후, 여선생님, 부인##8월, 팔월
Ποτνιαί
(),
ποτνιάομαι
(Verb), 울부짖다, 울려퍼지다, 반향하다, 메아리치다
Ποτνιάς
(Noun), 보이오티아 사람, 보이오티아인, 흉포, 잔인, 분노

SEARCH

MENU NAVIGATION