Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? προσπολεμόομαι πωλέομαι ποκόομαι
πολεμοποιέω
(Verb), to stir up war
πολεμοποιός
(Adjective), engaging in war
πόλεμος
(Noun), 전쟁, 전투, 전화
πολεμόω
(Verb), 멀리하다, 분리하다, 소원하게 하다, 소외시키다
πολεύω
(Verb), ##갈다, 흙을 갈아엎다, 나무 주위에 도랑을 파다
πολέω
(Verb), ##갈다, 흙을 갈아엎다, 나무 주위에 도랑을 파다
πολιά
(Noun), grayness of hair
πολιαίνομαι
(Verb), to grow white
πολιάοχος
(Adjective),
πολίαρχος
(Noun), ruler of a city
Πολιάς
(), 최초의, 최고의, 으뜸가는
πολιήοχος
(Adjective),
πολιήτης
(Noun), 동포, 사적인 사람, 남과 교류가 없는 사람, 촌사람##
πόλινδε
(Adverb), into or to the city
πολιοκρόταφος
(Adjective), with gray hair on the temples, just beginning to be gray
πολιόθριξ
(Noun), grayhaired
πολιορκέω
(Verb), 봉쇄하다, 포위하다, 둘러싸다, 감싸다, ~앞에 위치하다, ~에서 야영하다, 몰려들다, 몰아치다##
πολιορκητέος
(Adjective), to be besieged
πολιορκητής
(Noun), taker of cities
πολιορκητικός
(Adjective), of or for besieging

SEARCH

MENU NAVIGATION