Ancient Greek-English Dictionary Language

πεῖνα
(), 배고픔, 굶주림, 기아##
πεινάω
(Verb), 굶주리다####갈망하다, 열망하다, 바라다, 그리워하다
πειναλέος
(Adjective), 고픈, 빈, 배고픈
πειθάνωρ
(Noun), 순종하는, 충성스러운
πειθαρχέω
(Verb), to obey one in authority, to be obedient
πειθαρχία
(Noun), obedience to command
πειθαρχικός
(Adjective), obeying readily
πείθαρχος
(Adjective), 순종하는, 얌전한
πειθός
(Adjective), Alternative spelling of πιθανός ‎(pithanós)
πειθώ
(Noun), 설득, 신앙####복종, 순종
πείθω
(Verb), 설득하다, 납득시키다, 확신시키다##간청하다, 탄원하다##속이다, 오도하다##매수하다, 뇌물을 주다##유혹하다, 꾀다
πεῖρα
(Noun), 재판, 시도, 실험, 입증
Πειραιεύς
(Noun), Peiraeeus
πειραϊκός
(Adjective), 3월의
πειραίνω
(Verb), to fasten by the two ends, to tie fast, having tied
πεῖραρ
(Noun), 끝, 매듭, 막바지, 마지막####
πειρασμός
(Noun), 재판, 증거, 입증
πειραστικός
(Adjective), tentative
πειρατέος
(Adjective), one must attempt
πειρατεύω
(Verb), to be a pirate

SEARCH

MENU NAVIGATION