Ancient Greek-English Dictionary Language

πείρω
(Verb), 꿰뚫다, 찌르다, 뚫다##
πειράω
(Verb), 시도하다, 떠맡다, 입증하다, 맛보다########시도하다, 맛보다, 입증하다####닦아내다, 문지르다, 입증하다, 테스트하다, 시험하다########
πεῖσα
(Noun), 복종, 순종
πεισίβροτος
(Adjective), persuading or controlling mortals
πεῖσις
(Noun), 설득, 신앙
πεισιχάλινος
(Adjective), obeying the rein
πεῖσμα
(Noun), 밧줄, 줄, 노끈, 지레, 실
πεισμονή
(Noun), 설득, 신앙
πεῖσος
(Noun),
πειστέος
(Adjective), one must persuade##one must obey
πειστήρ
(Noun), 밧줄, 줄
πειστήριος
(Adjective), 설득할 수 있는, 설득력 있는
πειστικός
(Adjective), 설득할 수 있는, 설득력 있는
πεκτέω
(Verb), 깎다, 면도하다, 잘라내다
πέκω
(Verb), 빗다##면도하다, 깎다
πελάγιος
(Adjective), of the sea, living in the sea##out at sea, on the open sea
πελαγῖτις
(Noun), of or on the sea
πελαγίζω
(Verb), to form a sea or lake, to be flooded##to keep the sea, cross the sea
πέλαγος
(Noun), 바다, 해양, 심해, 만, 심연, 평야, 개울##
πέλανος
(Noun), 피, 거품, 혈액, 기름, 석유##
πελάθω
(),

SEARCH

MENU NAVIGATION