Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? μύλακος μαλακός μαλακόγειος
μυλοειδής
(Adjective), like a millstone
μύλος
(Noun), 맷돌
μυλών
(Noun), 방앗간, 방아
μυλωθρός
(Noun), 제분업자, 방앗간 주인
μύνη
(Noun), 가식, 핑계, 변명
μυοκτόνος
(Adjective), mouse-killing
μυομαχία
(Noun), a battle of mice
μυοπάρων
(Noun), 등대선
μυοθηρέω
(Verb), to catch mice
μύουρος
(Adjective), mouse-tailed: curtailed
μυθέομαι
(Verb), 말하다, 이야기하다, 명령하다, 말씀하다, 언급하다, 알리다, 보고하다, 지시하다, 가르치다, 설명하다, 떠들다, 외우다##고려하다, 숙고하다, 여기다, 심사숙고하다
μύθευμα
(Noun), 이야기, 동화, 우화
μυθεύω
(Verb), to be spoken of, is related
μυθίαμβοι
(Noun),
μυθιάζομαι
(Verb), to recount fables
μυθίδιον
(Noun),
μυθικός
(Adjective), mythic, legendary
μυθίζω
(),
μυθογραφέω
(Verb), to write fabulous accounts
μυθογραφία
(Noun), a writing of fables

SEARCH

MENU NAVIGATION