Ancient Greek-English Dictionary Language

γαίω
(Verb), 열망하다, 환희하다
γάιος
(Adjective), on land
γάλα
(Noun), 젖, 우유####
γαλαξίας
(Noun), 은하수##초크(재단에 사용하는 분필)##돔발상어
γαλάκτινος
(Adjective), 젖의, 우유 같은
γαλακτοφάγος
(Adjective), milk-fed
γαλακτοπαγής
(Adjective), like curdled milk
γαλακτοπότης
(Noun), a milk-drinker
γαλαθηνός
(Adjective), 젊은, 어린, 섬세한, 부드러운
Γαλάτης
(Noun), 골, 갈리아 인##갈라티아 사람
γαλέη
(Noun), 족제비, 담비
γαλεός
(Noun), 돔발상어, 상어
γαλερός
(Adjective), 밝은, 맑은
γαλεώτης
(Noun), a spotted lizard
γαληναῖος
(Adjective),
γαλήνη
(Noun), 잔잔한 바다, 안녕, 평정, 침착, 바람이 없음, 무풍
γαληνιάω
(Verb), 고요해지다, 달래다
γαληνός
(Adjective), 조용한, 침착한, 편안한
Γαλιλαῖος
(Adjective), 갈릴리 사람의
γάλοως
(Noun), a husband's sister or brother's wife, a sister-in-law
γάλως
(Noun), sister-in-law: husband's sister or brother's wife

SEARCH

MENU NAVIGATION