Ancient Greek-English Dictionary Language

ξενιτεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ξενιτεύω ξενιτεύσω

Structure: ξενιτεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ce/nos

Sense

  1. to live abroad
  2. to be in foreign service

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενιτεύω ξενιτεύεις ξενιτεύει
Dual ξενιτεύετον ξενιτεύετον
Plural ξενιτεύομεν ξενιτεύετε ξενιτεύουσιν*
SubjunctiveSingular ξενιτεύω ξενιτεύῃς ξενιτεύῃ
Dual ξενιτεύητον ξενιτεύητον
Plural ξενιτεύωμεν ξενιτεύητε ξενιτεύωσιν*
OptativeSingular ξενιτεύοιμι ξενιτεύοις ξενιτεύοι
Dual ξενιτεύοιτον ξενιτευοίτην
Plural ξενιτεύοιμεν ξενιτεύοιτε ξενιτεύοιεν
ImperativeSingular ξενίτευε ξενιτευέτω
Dual ξενιτεύετον ξενιτευέτων
Plural ξενιτεύετε ξενιτευόντων, ξενιτευέτωσαν
Infinitive ξενιτεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενιτευων ξενιτευοντος ξενιτευουσα ξενιτευουσης ξενιτευον ξενιτευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενιτεύομαι ξενιτεύει, ξενιτεύῃ ξενιτεύεται
Dual ξενιτεύεσθον ξενιτεύεσθον
Plural ξενιτευόμεθα ξενιτεύεσθε ξενιτεύονται
SubjunctiveSingular ξενιτεύωμαι ξενιτεύῃ ξενιτεύηται
Dual ξενιτεύησθον ξενιτεύησθον
Plural ξενιτευώμεθα ξενιτεύησθε ξενιτεύωνται
OptativeSingular ξενιτευοίμην ξενιτεύοιο ξενιτεύοιτο
Dual ξενιτεύοισθον ξενιτευοίσθην
Plural ξενιτευοίμεθα ξενιτεύοισθε ξενιτεύοιντο
ImperativeSingular ξενιτεύου ξενιτευέσθω
Dual ξενιτεύεσθον ξενιτευέσθων
Plural ξενιτεύεσθε ξενιτευέσθων, ξενιτευέσθωσαν
Infinitive ξενιτεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενιτευομενος ξενιτευομενου ξενιτευομενη ξενιτευομενης ξενιτευομενον ξενιτευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενιτεύσω ξενιτεύσεις ξενιτεύσει
Dual ξενιτεύσετον ξενιτεύσετον
Plural ξενιτεύσομεν ξενιτεύσετε ξενιτεύσουσιν*
OptativeSingular ξενιτεύσοιμι ξενιτεύσοις ξενιτεύσοι
Dual ξενιτεύσοιτον ξενιτευσοίτην
Plural ξενιτεύσοιμεν ξενιτεύσοιτε ξενιτεύσοιεν
Infinitive ξενιτεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενιτευσων ξενιτευσοντος ξενιτευσουσα ξενιτευσουσης ξενιτευσον ξενιτευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ξενιτεύσομαι ξενιτεύσει, ξενιτεύσῃ ξενιτεύσεται
Dual ξενιτεύσεσθον ξενιτεύσεσθον
Plural ξενιτευσόμεθα ξενιτεύσεσθε ξενιτεύσονται
OptativeSingular ξενιτευσοίμην ξενιτεύσοιο ξενιτεύσοιτο
Dual ξενιτεύσοισθον ξενιτευσοίσθην
Plural ξενιτευσοίμεθα ξενιτεύσοισθε ξενιτεύσοιντο
Infinitive ξενιτεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ξενιτευσομενος ξενιτευσομενου ξενιτευσομενη ξενιτευσομενης ξενιτευσομενον ξενιτευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to live abroad

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION