- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψευδής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: pseudēs 고전 발음: [데:] 신약 발음: []

기본형: ψευδής ψευδές

형태분석: ψευδη (어간) + ς (어미)

  1. 허위의, 가짜의, 거짓의, 기만적인
  1. lying, false, untrue
  2. deceived, beguiled

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ψευδής

허위의 (이)가

ψεῦδες

허위의 (것)가

속격 ψευδούς

허위의 (이)의

ψεύδους

허위의 (것)의

여격 ψευδεί

허위의 (이)에게

ψεύδει

허위의 (것)에게

대격 ψευδή

허위의 (이)를

ψεῦδες

허위의 (것)를

호격 ψευδές

허위의 (이)야

ψεῦδες

허위의 (것)야

쌍수주/대/호 ψευδεί

허위의 (이)들이

ψεύδει

허위의 (것)들이

속/여 ψευδοίν

허위의 (이)들의

ψεύδοιν

허위의 (것)들의

복수주격 ψευδείς

허위의 (이)들이

ψεύδη

허위의 (것)들이

속격 ψευδών

허위의 (이)들의

ψεύδων

허위의 (것)들의

여격 ψευδέσι(ν)

허위의 (이)들에게

ψεύδεσι(ν)

허위의 (것)들에게

대격 ψευδείς

허위의 (이)들을

ψεύδη

허위의 (것)들을

호격 ψευδείς

허위의 (이)들아

ψεύδη

허위의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν κατὰ τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιόν σου ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ. ἐπίταξον ἀναλαβεῖν τὸ πνεῦμά μου, ὅπως ἀπολυθῶ καὶ γένωμαι γῆ. διότι λυσιτελεῖ μοι ἀποθανεῖν ἢ ζῆν, ὅτι ὀνειδισμοὺς ψευδεῖς ἤκουσα, καὶ λύπη ἐστὶ πολλὴ ἐν ἐμοί. ἐπίταξον ἀπολυθῆναί με τῆς ἀνάγκης ἤδη εἰς τὸν αἰώνιον τόπον, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ἐμοῦ. (Septuagint, Liber Thobis 3:6)

    (70인역 성경, 토빗기 3:6)

  • μακάριος ἀνήρ, οὗ ἐστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς. (Septuagint, Liber Psalmorum 39:5)

    (70인역 성경, 시편 39:5)

  • πλὴν μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ψευδεῖς οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς τοῦ ἀδικῆσαι αὐτοὶ ἐκ ματαιότητος ἐπὶ τὸ αὐτό. (Septuagint, Liber Psalmorum 61:10)

    (70인역 성경, 시편 61:10)

  • ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός. γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:47)

    (70인역 성경, 잠언 29:47)

  • συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν τυραννούντων αὐτοῦ. ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν αἰώνιον. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:14)

    (70인역 성경, 지혜서 10:14)

유의어

  1. 허위의

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION