Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποσείω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑποσείω ὑποσείσω

Structure: ὑπο (Prefix) + σεί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shake below, they set, in motion below

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποσείω ὑποσείεις ὑποσείει
Dual ὑποσείετον ὑποσείετον
Plural ὑποσείομεν ὑποσείετε ὑποσείουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποσείω ὑποσείῃς ὑποσείῃ
Dual ὑποσείητον ὑποσείητον
Plural ὑποσείωμεν ὑποσείητε ὑποσείωσιν*
OptativeSingular ὑποσείοιμι ὑποσείοις ὑποσείοι
Dual ὑποσείοιτον ὑποσειοίτην
Plural ὑποσείοιμεν ὑποσείοιτε ὑποσείοιεν
ImperativeSingular ὑποσείε ὑποσειέτω
Dual ὑποσείετον ὑποσειέτων
Plural ὑποσείετε ὑποσειόντων, ὑποσειέτωσαν
Infinitive ὑποσείειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποσειων ὑποσειοντος ὑποσειουσα ὑποσειουσης ὑποσειον ὑποσειοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποσείομαι ὑποσείει, ὑποσείῃ ὑποσείεται
Dual ὑποσείεσθον ὑποσείεσθον
Plural ὑποσειόμεθα ὑποσείεσθε ὑποσείονται
SubjunctiveSingular ὑποσείωμαι ὑποσείῃ ὑποσείηται
Dual ὑποσείησθον ὑποσείησθον
Plural ὑποσειώμεθα ὑποσείησθε ὑποσείωνται
OptativeSingular ὑποσειοίμην ὑποσείοιο ὑποσείοιτο
Dual ὑποσείοισθον ὑποσειοίσθην
Plural ὑποσειοίμεθα ὑποσείοισθε ὑποσείοιντο
ImperativeSingular ὑποσείου ὑποσειέσθω
Dual ὑποσείεσθον ὑποσειέσθων
Plural ὑποσείεσθε ὑποσειέσθων, ὑποσειέσθωσαν
Infinitive ὑποσείεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποσειομενος ὑποσειομενου ὑποσειομενη ὑποσειομενης ὑποσειομενον ὑποσειομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION