Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποπίμπλημι

-μι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑποπίμπλημι ὑποπλήσω

Structure: ὑπο (Prefix) + πίμπλᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to fill by degrees, beginning to have a thick, have my, filling
  2. to become mothers of many

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπίμπλημι ὑποπίμπλης ὑποπίμπλησιν*
Dual ὑποπίμπλατον ὑποπίμπλατον
Plural ὑποπίμπλαμεν ὑποπίμπλατε ὑποπιμπλάᾱσιν*
SubjunctiveSingular ὑποπιμπλῶ ὑποπιμπλῇς ὑποπιμπλῇ
Dual ὑποπιμπλῆτον ὑποπιμπλῆτον
Plural ὑποπιμπλῶμεν ὑποπιμπλῆτε ὑποπιμπλῶσιν*
OptativeSingular ὑποπιμπλαίην ὑποπιμπλαίης ὑποπιμπλαίη
Dual ὑποπιμπλαίητον ὑποπιμπλαιήτην
Plural ὑποπιμπλαίημεν ὑποπιμπλαίητε ὑποπιμπλαίησαν
ImperativeSingular ὑποπίμπλᾱ ὑποπιμπλάτω
Dual ὑποπίμπλατον ὑποπιμπλάτων
Plural ὑποπίμπλατε ὑποπιμπλάντων
Infinitive ὑποπιμπλάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπιμπλᾱς ὑποπιμπλαντος ὑποπιμπλᾱσα ὑποπιμπλᾱσης ὑποπιμπλαν ὑποπιμπλαντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποπίμπλαμαι ὑποπίμπλασαι ὑποπίμπλαται
Dual ὑποπίμπλασθον ὑποπίμπλασθον
Plural ὑποπιμπλάμεθα ὑποπίμπλασθε ὑποπίμπλανται
SubjunctiveSingular ὑποπιμπλῶμαι ὑποπιμπλῇ ὑποπιμπλῆται
Dual ὑποπιμπλῆσθον ὑποπιμπλῆσθον
Plural ὑποπιμπλώμεθα ὑποπιμπλῆσθε ὑποπιμπλῶνται
OptativeSingular ὑποπιμπλαίμην ὑποπιμπλαῖο ὑποπιμπλαῖτο
Dual ὑποπιμπλαῖσθον ὑποπιμπλαίσθην
Plural ὑποπιμπλαίμεθα ὑποπιμπλαῖσθε ὑποπιμπλαῖντο
ImperativeSingular ὑποπίμπλασο ὑποπιμπλάσθω
Dual ὑποπίμπλασθον ὑποπιμπλάσθων
Plural ὑποπίμπλασθε ὑποπιμπλάσθων
Infinitive ὑποπίμπλασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποπιμπλαμενος ὑποπιμπλαμενου ὑποπιμπλαμενη ὑποπιμπλαμενης ὑποπιμπλαμενον ὑποπιμπλαμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰσβαλὼν οὖν ὁ Ἀλέξανδροσ μετὰ τοιαύτησ τραγῳδίασ διὰ πολλοῦ εἰσ τὴν πατρίδα περίβλεπτόσ τε καὶ λαμπρὸσ ἦν, μεμηνέναι προσποιούμενοσ ἐνίοτε καὶ ἀφροῦ ὑποπιμπλάμενοσ τὸ στόμα ῥᾳδίωσ δὲ τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῷ, στρουθίου τῆσ βαφικῆσ βοτάνησ τὴν ῥίζαν διαμασησαμένῳ τοῖσ δὲ θεῖόν τι καὶ φοβερὸν ἐδόκει καὶ ὁ ἀφρόσ. (Lucian, Alexander, (no name) 12:1)
  • "καὶ μήν μοι καὶ πρώην ἰδόντι καλὸσ ἐφαίνετο ὁ ἀνήρ ἔτι ἀνήρ μέντοι, ὦ Σώκρατεσ, ὥσ γε ἐν ἡμῖν αὐτοῖσ εἰρῆσθαι, καὶ πώγωνοσ ἤδη ὑποπιμπλάμενοσ . (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 61 5:3)
  • τοῦτον ὑπερφυῶσ τὸν ἄνδρα θαυμάσασ ὁ Περικλῆσ καὶ τῆσ λεγομένησ μετεωρολογίασ καὶ μεταρσιολεσχίασ ὑποπιμπλάμενοσ, οὐ μόνον, ὡσ ἐοίκε, τὸ φρόνημα σοβαρὸν καὶ τὸν λόγον ὑψηλὸν εἶχε καὶ καθαρὸν ὀχλικῆσ καὶ πανούργου βωμολοχίασ, ἀλλὰ καὶ προσώπου σύστασισ ἄθρυπτοσ εἰσ γέλωτα καὶ πρᾳότησ πορείασ καὶ καταστολὴ περιβολῆσ πρὸσ οὐδὲν ἐκταραττομένη πάθοσ ἐν τῷ λέγειν καὶ πλάσμα φωνῆσ ἀθόρυβον, καὶ ὅσα τοιαῦτα πάντασ θαυμαστῶσ ἐξέπληττε. (Plutarch, , chapter 5 1:1)
  • καὶ μήν μοι καὶ πρῴην ἰδόντι καλὸσ μὲν ἐφαίνετο ἀνὴρ ἔτι, ἀνὴρ μέντοι, ὦ Σώκρατεσ, ὥσ γ’ ἐν αὐτοῖσ ἡμῖν εἰρῆσθαι, καὶ πώγωνοσ ἤδη ὑποπιμπλάμενοσ. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 2:3)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION