ὑποπίμπλημι
-μι 무어간모음 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποπίμπλημι
ὑποπλήσω
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
πίμπλᾱ
(어간)
+
μι
(인칭어미)
뜻
- to fill by degrees, beginning to have a thick, have my, filling
- to become mothers of many
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἰσβαλὼν οὖν ὁ Ἀλέξανδροσ μετὰ τοιαύτησ τραγῳδίασ διὰ πολλοῦ εἰσ τὴν πατρίδα περίβλεπτόσ τε καὶ λαμπρὸσ ἦν, μεμηνέναι προσποιούμενοσ ἐνίοτε καὶ ἀφροῦ ὑποπιμπλάμενοσ τὸ στόμα ῥᾳδίωσ δὲ τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῷ, στρουθίου τῆσ βαφικῆσ βοτάνησ τὴν ῥίζαν διαμασησαμένῳ τοῖσ δὲ θεῖόν τι καὶ φοβερὸν ἐδόκει καὶ ὁ ἀφρόσ. (Lucian, Alexander, (no name) 12:1)
(루키아노스, Alexander, (no name) 12:1)
- "καὶ μήν μοι καὶ πρώην ἰδόντι καλὸσ ἐφαίνετο ὁ ἀνήρ ἔτι ἀνήρ μέντοι, ὦ Σώκρατεσ, ὥσ γε ἐν ἡμῖν αὐτοῖσ εἰρῆσθαι, καὶ πώγωνοσ ἤδη ὑποπιμπλάμενοσ . (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 61 5:3)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 61 5:3)
- τοῦτον ὑπερφυῶσ τὸν ἄνδρα θαυμάσασ ὁ Περικλῆσ καὶ τῆσ λεγομένησ μετεωρολογίασ καὶ μεταρσιολεσχίασ ὑποπιμπλάμενοσ, οὐ μόνον, ὡσ ἐοίκε, τὸ φρόνημα σοβαρὸν καὶ τὸν λόγον ὑψηλὸν εἶχε καὶ καθαρὸν ὀχλικῆσ καὶ πανούργου βωμολοχίασ, ἀλλὰ καὶ προσώπου σύστασισ ἄθρυπτοσ εἰσ γέλωτα καὶ πρᾳότησ πορείασ καὶ καταστολὴ περιβολῆσ πρὸσ οὐδὲν ἐκταραττομένη πάθοσ ἐν τῷ λέγειν καὶ πλάσμα φωνῆσ ἀθόρυβον, καὶ ὅσα τοιαῦτα πάντασ θαυμαστῶσ ἐξέπληττε. (Plutarch, , chapter 5 1:1)
(플루타르코스, , chapter 5 1:1)
- καὶ μήν μοι καὶ πρῴην ἰδόντι καλὸσ μὲν ἐφαίνετο ἀνὴρ ἔτι, ἀνὴρ μέντοι, ὦ Σώκρατεσ, ὥσ γ’ ἐν αὐτοῖσ ἡμῖν εἰρῆσθαι, καὶ πώγωνοσ ἤδη ὑποπιμπλάμενοσ. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 2:3)
(플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 2:3)
파생어
- ἀναπίμπλημι (채우다, 가득 채우다, )
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀποπίμπλημι (채우다, 가득 채우다, 만족시키다)
- ἐκπίμπλημι (채우다, 가득 채우다, 가득 넣다)
- ἐπιπίμπλημι (채우다, 덮다)
- καταπίμπλημι (채우다, 덮다)
- πίμπλημι (채우다, 만족시키다, 차다)
- ὑπερπίμπλημι (to overfill, to be overfull)