헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τροποφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τροποφορέω τροποφορήσω

형태분석: τροποφορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bear with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροποφόρω

τροποφόρεις

τροποφόρει

쌍수 τροποφόρειτον

τροποφόρειτον

복수 τροποφόρουμεν

τροποφόρειτε

τροποφόρουσιν*

접속법단수 τροποφόρω

τροποφόρῃς

τροποφόρῃ

쌍수 τροποφόρητον

τροποφόρητον

복수 τροποφόρωμεν

τροποφόρητε

τροποφόρωσιν*

기원법단수 τροποφόροιμι

τροποφόροις

τροποφόροι

쌍수 τροποφόροιτον

τροποφοροίτην

복수 τροποφόροιμεν

τροποφόροιτε

τροποφόροιεν

명령법단수 τροποφο͂ρει

τροποφορεῖτω

쌍수 τροποφόρειτον

τροποφορεῖτων

복수 τροποφόρειτε

τροποφοροῦντων, τροποφορεῖτωσαν

부정사 τροποφόρειν

분사 남성여성중성
τροποφορων

τροποφορουντος

τροποφορουσα

τροποφορουσης

τροποφορουν

τροποφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροποφόρουμαι

τροποφόρει, τροποφόρῃ

τροποφόρειται

쌍수 τροποφόρεισθον

τροποφόρεισθον

복수 τροποφοροῦμεθα

τροποφόρεισθε

τροποφόρουνται

접속법단수 τροποφόρωμαι

τροποφόρῃ

τροποφόρηται

쌍수 τροποφόρησθον

τροποφόρησθον

복수 τροποφορώμεθα

τροποφόρησθε

τροποφόρωνται

기원법단수 τροποφοροίμην

τροποφόροιο

τροποφόροιτο

쌍수 τροποφόροισθον

τροποφοροίσθην

복수 τροποφοροίμεθα

τροποφόροισθε

τροποφόροιντο

명령법단수 τροποφόρου

τροποφορεῖσθω

쌍수 τροποφόρεισθον

τροποφορεῖσθων

복수 τροποφόρεισθε

τροποφορεῖσθων, τροποφορεῖσθωσαν

부정사 τροποφόρεισθαι

분사 남성여성중성
τροποφορουμενος

τροποφορουμενου

τροποφορουμενη

τροποφορουμενης

τροποφορουμενον

τροποφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροποφορήσω

τροποφορήσεις

τροποφορήσει

쌍수 τροποφορήσετον

τροποφορήσετον

복수 τροποφορήσομεν

τροποφορήσετε

τροποφορήσουσιν*

기원법단수 τροποφορήσοιμι

τροποφορήσοις

τροποφορήσοι

쌍수 τροποφορήσοιτον

τροποφορησοίτην

복수 τροποφορήσοιμεν

τροποφορήσοιτε

τροποφορήσοιεν

부정사 τροποφορήσειν

분사 남성여성중성
τροποφορησων

τροποφορησοντος

τροποφορησουσα

τροποφορησουσης

τροποφορησον

τροποφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τροποφορήσομαι

τροποφορήσει, τροποφορήσῃ

τροποφορήσεται

쌍수 τροποφορήσεσθον

τροποφορήσεσθον

복수 τροποφορησόμεθα

τροποφορήσεσθε

τροποφορήσονται

기원법단수 τροποφορησοίμην

τροποφορήσοιο

τροποφορήσοιτο

쌍수 τροποφορήσοισθον

τροποφορησοίσθην

복수 τροποφορησοίμεθα

τροποφορήσοισθε

τροποφορήσοιντο

부정사 τροποφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
τροποφορησομενος

τροποφορησομενου

τροποφορησομενη

τροποφορησομενης

τροποφορησομενον

τροποφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bear with

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION