헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁπλοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁπλοφορέω

형태분석: ὁπλοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from o(plofo/ros

  1. to bear arms, be armed
  2. to have a body-guard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁπλοφόρω

ὁπλοφόρεις

ὁπλοφόρει

쌍수 ὁπλοφόρειτον

ὁπλοφόρειτον

복수 ὁπλοφόρουμεν

ὁπλοφόρειτε

ὁπλοφόρουσιν*

접속법단수 ὁπλοφόρω

ὁπλοφόρῃς

ὁπλοφόρῃ

쌍수 ὁπλοφόρητον

ὁπλοφόρητον

복수 ὁπλοφόρωμεν

ὁπλοφόρητε

ὁπλοφόρωσιν*

기원법단수 ὁπλοφόροιμι

ὁπλοφόροις

ὁπλοφόροι

쌍수 ὁπλοφόροιτον

ὁπλοφοροίτην

복수 ὁπλοφόροιμεν

ὁπλοφόροιτε

ὁπλοφόροιεν

명령법단수 ὁπλοφο͂ρει

ὁπλοφορεῖτω

쌍수 ὁπλοφόρειτον

ὁπλοφορεῖτων

복수 ὁπλοφόρειτε

ὁπλοφοροῦντων, ὁπλοφορεῖτωσαν

부정사 ὁπλοφόρειν

분사 남성여성중성
ὁπλοφορων

ὁπλοφορουντος

ὁπλοφορουσα

ὁπλοφορουσης

ὁπλοφορουν

ὁπλοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὁπλοφόρουμαι

ὁπλοφόρει, ὁπλοφόρῃ

ὁπλοφόρειται

쌍수 ὁπλοφόρεισθον

ὁπλοφόρεισθον

복수 ὁπλοφοροῦμεθα

ὁπλοφόρεισθε

ὁπλοφόρουνται

접속법단수 ὁπλοφόρωμαι

ὁπλοφόρῃ

ὁπλοφόρηται

쌍수 ὁπλοφόρησθον

ὁπλοφόρησθον

복수 ὁπλοφορώμεθα

ὁπλοφόρησθε

ὁπλοφόρωνται

기원법단수 ὁπλοφοροίμην

ὁπλοφόροιο

ὁπλοφόροιτο

쌍수 ὁπλοφόροισθον

ὁπλοφοροίσθην

복수 ὁπλοφοροίμεθα

ὁπλοφόροισθε

ὁπλοφόροιντο

명령법단수 ὁπλοφόρου

ὁπλοφορεῖσθω

쌍수 ὁπλοφόρεισθον

ὁπλοφορεῖσθων

복수 ὁπλοφόρεισθε

ὁπλοφορεῖσθων, ὁπλοφορεῖσθωσαν

부정사 ὁπλοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
ὁπλοφορουμενος

ὁπλοφορουμενου

ὁπλοφορουμενη

ὁπλοφορουμενης

ὁπλοφορουμενον

ὁπλοφορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ μέντοι ὁπλοφορεῖν ἀεὶ καὶ ἀκινάκην παρεζῶσθαι περιττὸν ἐν εἰρήνῃ οἰόμεθα εἶναι, καὶ πρόστιμὸν γ’ ἔστιν, ὅστισ ἐν ἄστει σιδηροφοροίη μηδὲν δέον ἢ ὅπλα ἐξενέγκοι εἰσ τὸ δημόσιον. (Lucian, Anacharsis, (no name) 34:6)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 34:6)

  • ἀναιδέεσ οἵδε λέγουσιν ἵστορεσ, ὡσ ἁμῖν χἀ θεὸσ ὁπλοφορεῖ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 320 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 320 1:2)

  • ὡσ γὰρ ἐπύθοντο πανστρατιᾷ Ῥωμαίουσ ἐξεληλυθότασ ἐπὶ τὸν πρὸσ Ἀλβανοὺσ ἀγῶνα, κράτιστον ὑπολαβόντεσ εἰληφέναι καιρὸν ἐπιθέσεωσ ἀπορρήτουσ ἐποιήσαντο διὰ τῶν δυνατωτάτων ἀνδρῶν συνωμοσίασ ἅπαντασ τοὺσ ὁπλοφορεῖν δυναμένουσ εἰσ Φιδήνην συνελθεῖν κρύφα καὶ κατ’ ὀλίγουσ ἰόντασ, ὡσ ἂν ἥκιστα γένοιντο τοῖσ ἐπιβουλευομένοισ καταφανεῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 6 3:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 6 3:2)

유의어

  1. to bear arms

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION