헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τραχύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τραχύνω

형태분석: τραχύν (어간) + ω (인칭어미)

어원: traxu/s

  1. 뻣뻣하다, 거칠다
  1. to make rough, rugged, uneven, to become rough, rough harsh
  2. call them rough
  3. to be exasperated
  4. to be rough

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τραχύνω

τραχύνεις

τραχύνει

쌍수 τραχύνετον

τραχύνετον

복수 τραχύνομεν

τραχύνετε

τραχύνουσιν*

접속법단수 τραχύνω

τραχύνῃς

τραχύνῃ

쌍수 τραχύνητον

τραχύνητον

복수 τραχύνωμεν

τραχύνητε

τραχύνωσιν*

기원법단수 τραχύνοιμι

τραχύνοις

τραχύνοι

쌍수 τραχύνοιτον

τραχυνοίτην

복수 τραχύνοιμεν

τραχύνοιτε

τραχύνοιεν

명령법단수 τράχυνε

τραχυνέτω

쌍수 τραχύνετον

τραχυνέτων

복수 τραχύνετε

τραχυνόντων, τραχυνέτωσαν

부정사 τραχύνειν

분사 남성여성중성
τραχυνων

τραχυνοντος

τραχυνουσα

τραχυνουσης

τραχυνον

τραχυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τραχύνομαι

τραχύνει, τραχύνῃ

τραχύνεται

쌍수 τραχύνεσθον

τραχύνεσθον

복수 τραχυνόμεθα

τραχύνεσθε

τραχύνονται

접속법단수 τραχύνωμαι

τραχύνῃ

τραχύνηται

쌍수 τραχύνησθον

τραχύνησθον

복수 τραχυνώμεθα

τραχύνησθε

τραχύνωνται

기원법단수 τραχυνοίμην

τραχύνοιο

τραχύνοιτο

쌍수 τραχύνοισθον

τραχυνοίσθην

복수 τραχυνοίμεθα

τραχύνοισθε

τραχύνοιντο

명령법단수 τραχύνου

τραχυνέσθω

쌍수 τραχύνεσθον

τραχυνέσθων

복수 τραχύνεσθε

τραχυνέσθων, τραχυνέσθωσαν

부정사 τραχύνεσθαι

분사 남성여성중성
τραχυνομενος

τραχυνομενου

τραχυνομενη

τραχυνομενης

τραχυνομενον

τραχυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ δὲ ᾔσθετο γινομένην τὴν ἐπανάστασιν, ὀξέωσ βοηθήσασ καὶ παρεισελθὼν εἰσ τὴν πόλιν οἷσ πρώτοισ ἐπιτύχοι τῶν νεωτεριζόντων ἐχαλέπαινε τῇ φωνῇ καὶ προσῆγε τραχυνόμενοσ ὡσ ἐπιθήσων δίκην αὐτοῖσ, τοὺσ δὲ ἄλλουσ ἐκέλευε θαρρεῖν καὶ μηδὲν ἔτι προσδοκᾶν δεινὸν αὐτοῦ παρόντοσ. (Plutarch, , chapter 8 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 8 2:1)

  • ἐξ ὧν δὲ ταῦτα παρίσταταί μοι περὶ σοῦ φρονεῖν, ἄκουσον, ὦ Μάρκιε, μηθὲν πρὸσ τὴν ἐλευθερίαν μου τῶν λόγων τραχυνόμενοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 26 2:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 26 2:2)

유의어

  1. to be exasperated

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION