Ancient Greek-English Dictionary Language

τοπάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τοπάζω τοπάσω

Structure: τοπάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: to/pos

Sense

  1. to aim at, guess

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπάζω τοπάζεις τοπάζει
Dual τοπάζετον τοπάζετον
Plural τοπάζομεν τοπάζετε τοπάζουσιν*
SubjunctiveSingular τοπάζω τοπάζῃς τοπάζῃ
Dual τοπάζητον τοπάζητον
Plural τοπάζωμεν τοπάζητε τοπάζωσιν*
OptativeSingular τοπάζοιμι τοπάζοις τοπάζοι
Dual τοπάζοιτον τοπαζοίτην
Plural τοπάζοιμεν τοπάζοιτε τοπάζοιεν
ImperativeSingular τόπαζε τοπαζέτω
Dual τοπάζετον τοπαζέτων
Plural τοπάζετε τοπαζόντων, τοπαζέτωσαν
Infinitive τοπάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπαζων τοπαζοντος τοπαζουσα τοπαζουσης τοπαζον τοπαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπάζομαι τοπάζει, τοπάζῃ τοπάζεται
Dual τοπάζεσθον τοπάζεσθον
Plural τοπαζόμεθα τοπάζεσθε τοπάζονται
SubjunctiveSingular τοπάζωμαι τοπάζῃ τοπάζηται
Dual τοπάζησθον τοπάζησθον
Plural τοπαζώμεθα τοπάζησθε τοπάζωνται
OptativeSingular τοπαζοίμην τοπάζοιο τοπάζοιτο
Dual τοπάζοισθον τοπαζοίσθην
Plural τοπαζοίμεθα τοπάζοισθε τοπάζοιντο
ImperativeSingular τοπάζου τοπαζέσθω
Dual τοπάζεσθον τοπαζέσθων
Plural τοπάζεσθε τοπαζέσθων, τοπαζέσθωσαν
Infinitive τοπάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπαζομενος τοπαζομενου τοπαζομενη τοπαζομενης τοπαζομενον τοπαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ’ εἰδέναι δίχα. (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 5:17)
  • Θεόδωροσ γάρ, ὦ φίλε, φαίνεται οὐ κακῶσ τοπάζειν περὶ τῆσ φύσεώσ σου. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 84:1)
  • εἰ δ’ οὖν τοπάζειν δεῖ, δοκεῖ μοι τείνειν ὁ λόγοσ οὗτοσ εἰσ τὸν σύλλογον ὃν εἶπεσ νυνδὴ νύκτωρ δεῖν συνιέναι. (Plato, Laws, book 12 148:5)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION