Ancient Greek-English Dictionary Language

τολμητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τολμητός τολμητή τολμητόν

Structure: τολμητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tolma/w의 분사형

Sense

  1. to be ventured;, within, compass of his daring

Examples

  • μάλα τινάσ, ὦ Μένιππε, τολμητὰσ καὶ θαυματοποιοὺσ ἄνδρασ λέγεισ. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 8:4)
  • ἐκ τούτου διαπειρώμενοι κρύφα τῶν γνωρίμων οἷσ ἐπίστευον ἀνεκοινοῦντο καὶ προσελάμβανον, οὐ μόνον τῶν συνήθων ποιούμενοι τὴν αἱρ́εσιν, ἀλλ’ ὅσουσ ἠπίσταντο τολμητὰσ ὄντασ ἀγαθοὺσ καὶ θανάτου καταφρονητάσ. (Plutarch, Brutus, chapter 12 1:1)

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION