Ancient Greek-English Dictionary Language

συστρατοπεδεύομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συστρατοπεδεύομαι

Structure: συ (Prefix) + στρατοπεδεύ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to encamp along with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συστρατοπεδεύομαι συστρατοπεδεύει, συστρατοπεδεύῃ συστρατοπεδεύεται
Dual συστρατοπεδεύεσθον συστρατοπεδεύεσθον
Plural συστρατοπεδευόμεθα συστρατοπεδεύεσθε συστρατοπεδεύονται
SubjunctiveSingular συστρατοπεδεύωμαι συστρατοπεδεύῃ συστρατοπεδεύηται
Dual συστρατοπεδεύησθον συστρατοπεδεύησθον
Plural συστρατοπεδευώμεθα συστρατοπεδεύησθε συστρατοπεδεύωνται
OptativeSingular συστρατοπεδευοίμην συστρατοπεδεύοιο συστρατοπεδεύοιτο
Dual συστρατοπεδεύοισθον συστρατοπεδευοίσθην
Plural συστρατοπεδευοίμεθα συστρατοπεδεύοισθε συστρατοπεδεύοιντο
ImperativeSingular συστρατοπεδεύου συστρατοπεδευέσθω
Dual συστρατοπεδεύεσθον συστρατοπεδευέσθων
Plural συστρατοπεδεύεσθε συστρατοπεδευέσθων, συστρατοπεδευέσθωσαν
Infinitive συστρατοπεδεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συστρατοπεδευομενος συστρατοπεδευομενου συστρατοπεδευομενη συστρατοπεδευομενης συστρατοπεδευομενον συστρατοπεδευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to encamp along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION