Ancient Greek-English Dictionary Language

συνοδοιπορέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνοδοιπορέω συνοδοιπορήσω

Structure: συν (Prefix) + ὁδοιπορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from sunodoi/poros

Sense

  1. to travel together, with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνοδοιπόρω συνοδοιπόρεις συνοδοιπόρει
Dual συνοδοιπόρειτον συνοδοιπόρειτον
Plural συνοδοιπόρουμεν συνοδοιπόρειτε συνοδοιπόρουσιν*
SubjunctiveSingular συνοδοιπόρω συνοδοιπόρῃς συνοδοιπόρῃ
Dual συνοδοιπόρητον συνοδοιπόρητον
Plural συνοδοιπόρωμεν συνοδοιπόρητε συνοδοιπόρωσιν*
OptativeSingular συνοδοιπόροιμι συνοδοιπόροις συνοδοιπόροι
Dual συνοδοιπόροιτον συνοδοιποροίτην
Plural συνοδοιπόροιμεν συνοδοιπόροιτε συνοδοιπόροιεν
ImperativeSingular συνοδοιπο͂ρει συνοδοιπορεῖτω
Dual συνοδοιπόρειτον συνοδοιπορεῖτων
Plural συνοδοιπόρειτε συνοδοιποροῦντων, συνοδοιπορεῖτωσαν
Infinitive συνοδοιπόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνοδοιπορων συνοδοιπορουντος συνοδοιπορουσα συνοδοιπορουσης συνοδοιπορουν συνοδοιπορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνοδοιπόρουμαι συνοδοιπόρει, συνοδοιπόρῃ συνοδοιπόρειται
Dual συνοδοιπόρεισθον συνοδοιπόρεισθον
Plural συνοδοιποροῦμεθα συνοδοιπόρεισθε συνοδοιπόρουνται
SubjunctiveSingular συνοδοιπόρωμαι συνοδοιπόρῃ συνοδοιπόρηται
Dual συνοδοιπόρησθον συνοδοιπόρησθον
Plural συνοδοιπορώμεθα συνοδοιπόρησθε συνοδοιπόρωνται
OptativeSingular συνοδοιποροίμην συνοδοιπόροιο συνοδοιπόροιτο
Dual συνοδοιπόροισθον συνοδοιποροίσθην
Plural συνοδοιποροίμεθα συνοδοιπόροισθε συνοδοιπόροιντο
ImperativeSingular συνοδοιπόρου συνοδοιπορεῖσθω
Dual συνοδοιπόρεισθον συνοδοιπορεῖσθων
Plural συνοδοιπόρεισθε συνοδοιπορεῖσθων, συνοδοιπορεῖσθωσαν
Infinitive συνοδοιπόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνοδοιπορουμενος συνοδοιπορουμενου συνοδοιπορουμενη συνοδοιπορουμενης συνοδοιπορουμενον συνοδοιπορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνοδοιπορήσω συνοδοιπορήσεις συνοδοιπορήσει
Dual συνοδοιπορήσετον συνοδοιπορήσετον
Plural συνοδοιπορήσομεν συνοδοιπορήσετε συνοδοιπορήσουσιν*
OptativeSingular συνοδοιπορήσοιμι συνοδοιπορήσοις συνοδοιπορήσοι
Dual συνοδοιπορήσοιτον συνοδοιπορησοίτην
Plural συνοδοιπορήσοιμεν συνοδοιπορήσοιτε συνοδοιπορήσοιεν
Infinitive συνοδοιπορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνοδοιπορησων συνοδοιπορησοντος συνοδοιπορησουσα συνοδοιπορησουσης συνοδοιπορησον συνοδοιπορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνοδοιπορήσομαι συνοδοιπορήσει, συνοδοιπορήσῃ συνοδοιπορήσεται
Dual συνοδοιπορήσεσθον συνοδοιπορήσεσθον
Plural συνοδοιπορησόμεθα συνοδοιπορήσεσθε συνοδοιπορήσονται
OptativeSingular συνοδοιπορησοίμην συνοδοιπορήσοιο συνοδοιπορήσοιτο
Dual συνοδοιπορήσοισθον συνοδοιπορησοίσθην
Plural συνοδοιπορησοίμεθα συνοδοιπορήσοισθε συνοδοιπορήσοιντο
Infinitive συνοδοιπορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνοδοιπορησομενος συνοδοιπορησομενου συνοδοιπορησομενη συνοδοιπορησομενης συνοδοιπορησομενον συνοδοιπορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ συνοδοιπόρου δὲ ἀπολαῦσαι ἐν τῇ ὁδῷ δεινὸσ λέγων, ὡσ μετ’ Ἀλεξάνδρου ἐστρατεύσατο, καὶ ὡσ αὐτῷ εἶχε, καὶ ὅσα λιθοκόλλητα ποτήρια ἐκόμισε· (Theophrastus, Characters, 3:1)

Synonyms

  1. to travel together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION