헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδοκιμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδοκιμάζω συνδοκιμάσω

형태분석: συν (접두사) + δοκιμάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to examine together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδοκιμάζω

συνδοκιμάζεις

συνδοκιμάζει

쌍수 συνδοκιμάζετον

συνδοκιμάζετον

복수 συνδοκιμάζομεν

συνδοκιμάζετε

συνδοκιμάζουσιν*

접속법단수 συνδοκιμάζω

συνδοκιμάζῃς

συνδοκιμάζῃ

쌍수 συνδοκιμάζητον

συνδοκιμάζητον

복수 συνδοκιμάζωμεν

συνδοκιμάζητε

συνδοκιμάζωσιν*

기원법단수 συνδοκιμάζοιμι

συνδοκιμάζοις

συνδοκιμάζοι

쌍수 συνδοκιμάζοιτον

συνδοκιμαζοίτην

복수 συνδοκιμάζοιμεν

συνδοκιμάζοιτε

συνδοκιμάζοιεν

명령법단수 συνδοκίμαζε

συνδοκιμαζέτω

쌍수 συνδοκιμάζετον

συνδοκιμαζέτων

복수 συνδοκιμάζετε

συνδοκιμαζόντων, συνδοκιμαζέτωσαν

부정사 συνδοκιμάζειν

분사 남성여성중성
συνδοκιμαζων

συνδοκιμαζοντος

συνδοκιμαζουσα

συνδοκιμαζουσης

συνδοκιμαζον

συνδοκιμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδοκιμάζομαι

συνδοκιμάζει, συνδοκιμάζῃ

συνδοκιμάζεται

쌍수 συνδοκιμάζεσθον

συνδοκιμάζεσθον

복수 συνδοκιμαζόμεθα

συνδοκιμάζεσθε

συνδοκιμάζονται

접속법단수 συνδοκιμάζωμαι

συνδοκιμάζῃ

συνδοκιμάζηται

쌍수 συνδοκιμάζησθον

συνδοκιμάζησθον

복수 συνδοκιμαζώμεθα

συνδοκιμάζησθε

συνδοκιμάζωνται

기원법단수 συνδοκιμαζοίμην

συνδοκιμάζοιο

συνδοκιμάζοιτο

쌍수 συνδοκιμάζοισθον

συνδοκιμαζοίσθην

복수 συνδοκιμαζοίμεθα

συνδοκιμάζοισθε

συνδοκιμάζοιντο

명령법단수 συνδοκιμάζου

συνδοκιμαζέσθω

쌍수 συνδοκιμάζεσθον

συνδοκιμαζέσθων

복수 συνδοκιμάζεσθε

συνδοκιμαζέσθων, συνδοκιμαζέσθωσαν

부정사 συνδοκιμάζεσθαι

분사 남성여성중성
συνδοκιμαζομενος

συνδοκιμαζομενου

συνδοκιμαζομενη

συνδοκιμαζομενης

συνδοκιμαζομενον

συνδοκιμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδοκιμάσω

συνδοκιμάσεις

συνδοκιμάσει

쌍수 συνδοκιμάσετον

συνδοκιμάσετον

복수 συνδοκιμάσομεν

συνδοκιμάσετε

συνδοκιμάσουσιν*

기원법단수 συνδοκιμάσοιμι

συνδοκιμάσοις

συνδοκιμάσοι

쌍수 συνδοκιμάσοιτον

συνδοκιμασοίτην

복수 συνδοκιμάσοιμεν

συνδοκιμάσοιτε

συνδοκιμάσοιεν

부정사 συνδοκιμάσειν

분사 남성여성중성
συνδοκιμασων

συνδοκιμασοντος

συνδοκιμασουσα

συνδοκιμασουσης

συνδοκιμασον

συνδοκιμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδοκιμάσομαι

συνδοκιμάσει, συνδοκιμάσῃ

συνδοκιμάσεται

쌍수 συνδοκιμάσεσθον

συνδοκιμάσεσθον

복수 συνδοκιμασόμεθα

συνδοκιμάσεσθε

συνδοκιμάσονται

기원법단수 συνδοκιμασοίμην

συνδοκιμάσοιο

συνδοκιμάσοιτο

쌍수 συνδοκιμάσοισθον

συνδοκιμασοίσθην

복수 συνδοκιμασοίμεθα

συνδοκιμάσοισθε

συνδοκιμάσοιντο

부정사 συνδοκιμάσεσθαι

분사 남성여성중성
συνδοκιμασομενος

συνδοκιμασομενου

συνδοκιμασομενη

συνδοκιμασομενης

συνδοκιμασομενον

συνδοκιμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to examine together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION