헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναλαλάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναλαλάζω

형태분석: συν (접두사) + ἀλαλάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to cry aloud together
  2. to greet aloud

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλαλάζω

συναλαλάζεις

συναλαλάζει

쌍수 συναλαλάζετον

συναλαλάζετον

복수 συναλαλάζομεν

συναλαλάζετε

συναλαλάζουσιν*

접속법단수 συναλαλάζω

συναλαλάζῃς

συναλαλάζῃ

쌍수 συναλαλάζητον

συναλαλάζητον

복수 συναλαλάζωμεν

συναλαλάζητε

συναλαλάζωσιν*

기원법단수 συναλαλάζοιμι

συναλαλάζοις

συναλαλάζοι

쌍수 συναλαλάζοιτον

συναλαλαζοίτην

복수 συναλαλάζοιμεν

συναλαλάζοιτε

συναλαλάζοιεν

명령법단수 συναλάλαζε

συναλαλαζέτω

쌍수 συναλαλάζετον

συναλαλαζέτων

복수 συναλαλάζετε

συναλαλαζόντων, συναλαλαζέτωσαν

부정사 συναλαλάζειν

분사 남성여성중성
συναλαλαζων

συναλαλαζοντος

συναλαλαζουσα

συναλαλαζουσης

συναλαλαζον

συναλαλαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναλαλάζομαι

συναλαλάζει, συναλαλάζῃ

συναλαλάζεται

쌍수 συναλαλάζεσθον

συναλαλάζεσθον

복수 συναλαλαζόμεθα

συναλαλάζεσθε

συναλαλάζονται

접속법단수 συναλαλάζωμαι

συναλαλάζῃ

συναλαλάζηται

쌍수 συναλαλάζησθον

συναλαλάζησθον

복수 συναλαλαζώμεθα

συναλαλάζησθε

συναλαλάζωνται

기원법단수 συναλαλαζοίμην

συναλαλάζοιο

συναλαλάζοιτο

쌍수 συναλαλάζοισθον

συναλαλαζοίσθην

복수 συναλαλαζοίμεθα

συναλαλάζοισθε

συναλαλάζοιντο

명령법단수 συναλαλάζου

συναλαλαζέσθω

쌍수 συναλαλάζεσθον

συναλαλαζέσθων

복수 συναλαλάζεσθε

συναλαλαζέσθων, συναλαλαζέσθωσαν

부정사 συναλαλάζεσθαι

분사 남성여성중성
συναλαλαζομενος

συναλαλαζομενου

συναλαλαζομενη

συναλαλαζομενης

συναλαλαζομενον

συναλαλαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τούτων δὲ περὶ ταῦτ’ ὄντων οἱ μὲν τοῦ Δημητρίου στρατιῶται πανταχοῦ περιπλέοντεσ κλίμακασ προσέφερον τοῖσ τείχεσι καὶ βιαιότερον ἐνέκειντο, συναγωνιζομένων καὶ τῶν ἀπὸ τῆσ γῆσ πανταχόθεν καὶ συναλαλαζόντων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 87 2:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 87 2:2)

  • Γενομένησ δὲ τῆσ ἐξ ἀμφοῖν συμπτώσεωσ μετὰ βίασ καὶ κραυγῆσ ὑπερβαλλούσησ, ὡσ ἂν ἀμφοτέρων ὁμοῦ συναλαλαζόντων, ἅμα δὲ καὶ τῶν ἐκτὸσ τῆσ μάχησ ἐπιβοώντων τοῖσ ἀγωνιζομένοισ, ἦν τὸ γινόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίασ. (Polybius, Histories, book 18, chapter 25 1:1)

    (폴리비오스, Histories, book 18, chapter 25 1:1)

유의어

  1. to cry aloud together

  2. to greet aloud

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION