헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνακοντίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνακοντίζω συνακοντίσω

형태분석: συν (접두사) + ἀκοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to throw a javelin along with or at once
  2. to shoot down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακοντίζω

συνακοντίζεις

συνακοντίζει

쌍수 συνακοντίζετον

συνακοντίζετον

복수 συνακοντίζομεν

συνακοντίζετε

συνακοντίζουσιν*

접속법단수 συνακοντίζω

συνακοντίζῃς

συνακοντίζῃ

쌍수 συνακοντίζητον

συνακοντίζητον

복수 συνακοντίζωμεν

συνακοντίζητε

συνακοντίζωσιν*

기원법단수 συνακοντίζοιμι

συνακοντίζοις

συνακοντίζοι

쌍수 συνακοντίζοιτον

συνακοντιζοίτην

복수 συνακοντίζοιμεν

συνακοντίζοιτε

συνακοντίζοιεν

명령법단수 συνακόντιζε

συνακοντιζέτω

쌍수 συνακοντίζετον

συνακοντιζέτων

복수 συνακοντίζετε

συνακοντιζόντων, συνακοντιζέτωσαν

부정사 συνακοντίζειν

분사 남성여성중성
συνακοντιζων

συνακοντιζοντος

συνακοντιζουσα

συνακοντιζουσης

συνακοντιζον

συνακοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακοντίζομαι

συνακοντίζει, συνακοντίζῃ

συνακοντίζεται

쌍수 συνακοντίζεσθον

συνακοντίζεσθον

복수 συνακοντιζόμεθα

συνακοντίζεσθε

συνακοντίζονται

접속법단수 συνακοντίζωμαι

συνακοντίζῃ

συνακοντίζηται

쌍수 συνακοντίζησθον

συνακοντίζησθον

복수 συνακοντιζώμεθα

συνακοντίζησθε

συνακοντίζωνται

기원법단수 συνακοντιζοίμην

συνακοντίζοιο

συνακοντίζοιτο

쌍수 συνακοντίζοισθον

συνακοντιζοίσθην

복수 συνακοντιζοίμεθα

συνακοντίζοισθε

συνακοντίζοιντο

명령법단수 συνακοντίζου

συνακοντιζέσθω

쌍수 συνακοντίζεσθον

συνακοντιζέσθων

복수 συνακοντίζεσθε

συνακοντιζέσθων, συνακοντιζέσθωσαν

부정사 συνακοντίζεσθαι

분사 남성여성중성
συνακοντιζομενος

συνακοντιζομενου

συνακοντιζομενη

συνακοντιζομενης

συνακοντιζομενον

συνακοντιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακοντίσω

συνακοντίσεις

συνακοντίσει

쌍수 συνακοντίσετον

συνακοντίσετον

복수 συνακοντίσομεν

συνακοντίσετε

συνακοντίσουσιν*

기원법단수 συνακοντίσοιμι

συνακοντίσοις

συνακοντίσοι

쌍수 συνακοντίσοιτον

συνακοντισοίτην

복수 συνακοντίσοιμεν

συνακοντίσοιτε

συνακοντίσοιεν

부정사 συνακοντίσειν

분사 남성여성중성
συνακοντισων

συνακοντισοντος

συνακοντισουσα

συνακοντισουσης

συνακοντισον

συνακοντισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακοντίσομαι

συνακοντίσει, συνακοντίσῃ

συνακοντίσεται

쌍수 συνακοντίσεσθον

συνακοντίσεσθον

복수 συνακοντισόμεθα

συνακοντίσεσθε

συνακοντίσονται

기원법단수 συνακοντισοίμην

συνακοντίσοιο

συνακοντίσοιτο

쌍수 συνακοντίσοισθον

συνακοντισοίσθην

복수 συνακοντισοίμεθα

συνακοντίσοισθε

συνακοντίσοιντο

부정사 συνακοντίσεσθαι

분사 남성여성중성
συνακοντισομενος

συνακοντισομενου

συνακοντισομενη

συνακοντισομενης

συνακοντισομενον

συνακοντισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to throw a javelin along with or at once

  2. to shoot down

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION