Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπαιδεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπαιδεύω συμπαιδεύσω

Structure: συμ (Prefix) + παιδεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to teach together, educate at the same time, to be educated with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαιδεύω συμπαιδεύεις συμπαιδεύει
Dual συμπαιδεύετον συμπαιδεύετον
Plural συμπαιδεύομεν συμπαιδεύετε συμπαιδεύουσιν*
SubjunctiveSingular συμπαιδεύω συμπαιδεύῃς συμπαιδεύῃ
Dual συμπαιδεύητον συμπαιδεύητον
Plural συμπαιδεύωμεν συμπαιδεύητε συμπαιδεύωσιν*
OptativeSingular συμπαιδεύοιμι συμπαιδεύοις συμπαιδεύοι
Dual συμπαιδεύοιτον συμπαιδευοίτην
Plural συμπαιδεύοιμεν συμπαιδεύοιτε συμπαιδεύοιεν
ImperativeSingular συμπαίδευε συμπαιδευέτω
Dual συμπαιδεύετον συμπαιδευέτων
Plural συμπαιδεύετε συμπαιδευόντων, συμπαιδευέτωσαν
Infinitive συμπαιδεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαιδευων συμπαιδευοντος συμπαιδευουσα συμπαιδευουσης συμπαιδευον συμπαιδευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαιδεύομαι συμπαιδεύει, συμπαιδεύῃ συμπαιδεύεται
Dual συμπαιδεύεσθον συμπαιδεύεσθον
Plural συμπαιδευόμεθα συμπαιδεύεσθε συμπαιδεύονται
SubjunctiveSingular συμπαιδεύωμαι συμπαιδεύῃ συμπαιδεύηται
Dual συμπαιδεύησθον συμπαιδεύησθον
Plural συμπαιδευώμεθα συμπαιδεύησθε συμπαιδεύωνται
OptativeSingular συμπαιδευοίμην συμπαιδεύοιο συμπαιδεύοιτο
Dual συμπαιδεύοισθον συμπαιδευοίσθην
Plural συμπαιδευοίμεθα συμπαιδεύοισθε συμπαιδεύοιντο
ImperativeSingular συμπαιδεύου συμπαιδευέσθω
Dual συμπαιδεύεσθον συμπαιδευέσθων
Plural συμπαιδεύεσθε συμπαιδευέσθων, συμπαιδευέσθωσαν
Infinitive συμπαιδεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαιδευομενος συμπαιδευομενου συμπαιδευομενη συμπαιδευομενης συμπαιδευομενον συμπαιδευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to teach together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION