헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγχορεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγχορεύω συγχορεύσω

형태분석: συγ (접두사) + χορεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in the dance, to be of the same chorus

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχορεύω

συγχορεύεις

συγχορεύει

쌍수 συγχορεύετον

συγχορεύετον

복수 συγχορεύομεν

συγχορεύετε

συγχορεύουσιν*

접속법단수 συγχορεύω

συγχορεύῃς

συγχορεύῃ

쌍수 συγχορεύητον

συγχορεύητον

복수 συγχορεύωμεν

συγχορεύητε

συγχορεύωσιν*

기원법단수 συγχορεύοιμι

συγχορεύοις

συγχορεύοι

쌍수 συγχορεύοιτον

συγχορευοίτην

복수 συγχορεύοιμεν

συγχορεύοιτε

συγχορεύοιεν

명령법단수 συγχόρευε

συγχορευέτω

쌍수 συγχορεύετον

συγχορευέτων

복수 συγχορεύετε

συγχορευόντων, συγχορευέτωσαν

부정사 συγχορεύειν

분사 남성여성중성
συγχορευων

συγχορευοντος

συγχορευουσα

συγχορευουσης

συγχορευον

συγχορευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχορεύομαι

συγχορεύει, συγχορεύῃ

συγχορεύεται

쌍수 συγχορεύεσθον

συγχορεύεσθον

복수 συγχορευόμεθα

συγχορεύεσθε

συγχορεύονται

접속법단수 συγχορεύωμαι

συγχορεύῃ

συγχορεύηται

쌍수 συγχορεύησθον

συγχορεύησθον

복수 συγχορευώμεθα

συγχορεύησθε

συγχορεύωνται

기원법단수 συγχορευοίμην

συγχορεύοιο

συγχορεύοιτο

쌍수 συγχορεύοισθον

συγχορευοίσθην

복수 συγχορευοίμεθα

συγχορεύοισθε

συγχορεύοιντο

명령법단수 συγχορεύου

συγχορευέσθω

쌍수 συγχορεύεσθον

συγχορευέσθων

복수 συγχορεύεσθε

συγχορευέσθων, συγχορευέσθωσαν

부정사 συγχορεύεσθαι

분사 남성여성중성
συγχορευομενος

συγχορευομενου

συγχορευομενη

συγχορευομενης

συγχορευομενον

συγχορευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῶν συνεορταζόντων δεῖται, τῶν συγχορευόντων, ἵν’ ἐπικροτῶσι μᾶλλον, ἐπιθειάζωσιν, ὑμνῶσι δὲ τὴν πανήγυριν. (Epictetus, Works, book 4, 108:4)

    (에픽테토스, Works, book 4, 108:4)

유의어

  1. to join in the dance

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION