Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκύπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκύπτω συγκύψω

Structure: συγ (Prefix) + κύπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bend forwards, stoop and lay heads together, in concert, in conspiracy, to be acting in concert, to draw together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκύπτω συγκύπτεις συγκύπτει
Dual συγκύπτετον συγκύπτετον
Plural συγκύπτομεν συγκύπτετε συγκύπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκύπτω συγκύπτῃς συγκύπτῃ
Dual συγκύπτητον συγκύπτητον
Plural συγκύπτωμεν συγκύπτητε συγκύπτωσιν*
OptativeSingular συγκύπτοιμι συγκύπτοις συγκύπτοι
Dual συγκύπτοιτον συγκυπτοίτην
Plural συγκύπτοιμεν συγκύπτοιτε συγκύπτοιεν
ImperativeSingular συγκύπτε συγκυπτέτω
Dual συγκύπτετον συγκυπτέτων
Plural συγκύπτετε συγκυπτόντων, συγκυπτέτωσαν
Infinitive συγκύπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκυπτων συγκυπτοντος συγκυπτουσα συγκυπτουσης συγκυπτον συγκυπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκύπτομαι συγκύπτει, συγκύπτῃ συγκύπτεται
Dual συγκύπτεσθον συγκύπτεσθον
Plural συγκυπτόμεθα συγκύπτεσθε συγκύπτονται
SubjunctiveSingular συγκύπτωμαι συγκύπτῃ συγκύπτηται
Dual συγκύπτησθον συγκύπτησθον
Plural συγκυπτώμεθα συγκύπτησθε συγκύπτωνται
OptativeSingular συγκυπτοίμην συγκύπτοιο συγκύπτοιτο
Dual συγκύπτοισθον συγκυπτοίσθην
Plural συγκυπτοίμεθα συγκύπτοισθε συγκύπτοιντο
ImperativeSingular συγκύπτου συγκυπτέσθω
Dual συγκύπτεσθον συγκυπτέσθων
Plural συγκύπτεσθε συγκυπτέσθων, συγκυπτέσθωσαν
Infinitive συγκύπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκυπτομενος συγκυπτομενου συγκυπτομενη συγκυπτομενης συγκυπτομενον συγκυπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὗτοι δὲ πορευόμενοι, ὁπότε μὲν συγκύπτοι τὰ κέρατα, ὑπέμενον ὕστεροι οἱ λοχαγοί, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τοῖσ κέρασι, τότε δὲ παρῆγον ἔξωθεν τῶν κεράτων. (Xenophon, Anabasis, , chapter 4 23:2)

Synonyms

  1. to bend forwards

    • νεύω (to bow the head, bend forward, to stoop)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION