- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκοπή?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: synkopē 고전 발음: [슁꼬뻬:] 신약 발음: [슁꼬뻬]

기본형: συγκοπή συγκοπῆς

형태분석: συγκοπ (어간) + η (어미)

어원: from συγκόπτω

  1. a cutting up, cutting into small pieces
  2. (grammar) syncope, cutting a word short by striking out one or more letters

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐφ ἧς μὲν γὰρ ἡ τοῦ πνεύματος δηλοῦται συγκοπὴ καὶ τὸ τῆς φωνῆς ἄτακτον, ἐφ ὧν δ ἡ τῆς διανοίας ἔκστασις καὶ τὸ τοῦ δείματος ἀπροσδόκητον: (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1528)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1528)

  • ἢ μᾶλλον ὑγιείας ἕνεκα καὶ συγκοπῆς πλήθους τὸν ἅλα λείχειν ἐθίζουσι τὰ βοσκήματα· (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 3 3:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 3 3:1)

  • τῇ μὲν οὖν γραμμῇ τὸ τεῖχος ἀφορίζουσι, καὶ καλεῖται κατὰ συγκοπὴν πωμήριον, οἱο῀ν ὄπισθεν τείχους ἢ μετὰ τεῖχος: (Plutarch, chapter 11 3:1)

    (플루타르코스, chapter 11 3:1)

  • Ἢν μὲν οὖν ἐς κακὸν τρέπηται ἡ νοῦσος, πάντων ἐπὶ τὸ κάκιον ἐπιδιδόντων, ἐντὸς ἑβδόμης οἵδε θνήσκουσι ἐς συγκοπὴν ἐμπεσόντες. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 127)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 127)

  • ὠκυτάτου κακοῦ ἐστι οὔνομα· τί μὲν γὰρ μέζον ἢ ὠκύτερο ν συγκοπῆς δυνάμιος· (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 88)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 88)

  • ὧδε οὖν καὶ ἡ συγκοπὴ καρδίης ἐστὶ καὶ ζωῆς νοῦσος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 97)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 97)

  • ἐπὴν οὖν λυθῇ τῆς φύσιος τὰ δεσμὰ, τόδε ἐστὶ ἡ συγκοπὴ, τότε ἱδρὼς ἄσχετος πάντη τοῦ σώματος, ἀναπνοὴ ψυχρὴ, ἀτμὸς ἀνὰ Ῥῖνας πουλὺς, ἄδιψοι, ἐξήρανται γὰρ τά τ ἄλλα, ἀτὰρ καὶ τὰ ἄλλα διψαλέα ὄργανα, στόμα, στόμαχος· οὖρα λεπτὰ, ὑδατώδεα· κοιλίη τὰ πολλὰ μὲν ξηρὴ, ἔστι δὲ καὶ οἷσι ὑποφέρει βραχέα χολώδεα, πουλὺς πλάδος, διαρρέει δὲ καὶ τὰ ὀστέα λυόμενα · καὶ ἀπὸ πάντων ὡς ἐν ποταμῷ ἐς τὰ ἔξω ἡ φορή. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 115)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 115)

  • Ἐν συγκοπῇ μάλα χρὴ τὸν ἰητρὸν πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν· μέλλουσαν μὲν γὰρ ἢν προγιγνώσκῃς, τά τε παρεόντα ἐπεσσυμένως συνεργοῖένσοι, ἀτὰρ ἠδὲ ἐξελάοις ἂν αὐτέην πρὶν ἥκειν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 115)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 115)

  • ἢν δ ὑπὸ πλήθεος γίγνηται συγκοπὴ, καὶ φλεγμασίη τις ὑποχονδρίου, ἢ ἥπατος, μέγα διασημαίνῃ , οὐδὲ ἀμβολῆς χρέος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 126)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 126)

유의어

  1. a cutting up

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION