헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκοπή

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκοπή συγκοπῆς

형태분석: συγκοπ (어간) + η (어미)

어원: from sugko/ptw

  1. a cutting up, cutting into small pieces
  2. (grammar) syncope, cutting a word short by striking out one or more letters

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐφ’ ἧσ μὲν γὰρ ἡ τοῦ πνεύματοσ δηλοῦται συγκοπὴ καὶ τὸ τῆσ φωνῆσ ἄτακτον, ἐφ’ ὧν δ’ ἡ τῆσ διανοίασ ἔκστασισ καὶ τὸ τοῦ δείματοσ ἀπροσδόκητον· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1528)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1528)

  • ὧδε οὖν καὶ ἡ συγκοπὴ καρδίησ ἐστὶ καὶ ζωῆσ νοῦσοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 97)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 97)

  • ἐπὴν οὖν λυθῇ τῆσ φύσιοσ τὰ δεσμὰ, τόδε ἐστὶ ἡ συγκοπὴ, τότε ἱδρὼσ ἄσχετοσ πάντη τοῦ σώματοσ, ἀναπνοὴ ψυχρὴ, ἀτμὸσ ἀνὰ Ῥῖνασ πουλὺσ, ἄδιψοι, ἐξήρανται γὰρ τά τ’ ἄλλα, ἀτὰρ καὶ τὰ ἄλλα διψαλέα ὄργανα, στόμα, στόμαχοσ· οὖρα λεπτὰ, ὑδατώδεα· κοιλίη τὰ πολλὰ μὲν ξηρὴ, ἔστι δὲ καὶ οἷσι ὑποφέρει βραχέα χολώδεα, πουλὺσ πλάδοσ, διαρρέει δὲ καὶ τὰ ὀστέα λυόμενα · καὶ ἀπὸ πάντων ὡσ ἐν ποταμῷ ἐσ τὰ ἔξω ἡ φορή. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 115)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 115)

  • Ἐν συγκοπῇ μάλα χρὴ τὸν ἰητρὸν πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν· μέλλουσαν μὲν γὰρ ἢν προγιγνώσκῃσ, τά τε παρεόντα ἐπεσσυμένωσ συνεργοῖένσοι, ἀτὰρ ἠδὲ ἐξελάοισ ἂν αὐτέην πρὶν ἥκειν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 115)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 115)

  • ἢν δ’ ὑπὸ πλήθεοσ γίγνηται συγκοπὴ, καὶ φλεγμασίη τισ ὑποχονδρίου, ἢ ἥπατοσ, μέγα διασημαίνῃ , οὐδὲ ἀμβολῆσ χρέοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 126)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 126)

유의어

  1. a cutting up

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION