헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στυλόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στυλόω στυλώσω

형태분석: στυλό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to prop with pillars;, to support one's

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυλῶ

στυλοῖς

στυλοῖ

쌍수 στυλοῦτον

στυλοῦτον

복수 στυλοῦμεν

στυλοῦτε

στυλοῦσιν*

접속법단수 στυλῶ

στυλοῖς

στυλοῖ

쌍수 στυλῶτον

στυλῶτον

복수 στυλῶμεν

στυλῶτε

στυλῶσιν*

기원법단수 στυλοῖμι

στυλοῖς

στυλοῖ

쌍수 στυλοῖτον

στυλοίτην

복수 στυλοῖμεν

στυλοῖτε

στυλοῖεν

명령법단수 στύλου

στυλούτω

쌍수 στυλοῦτον

στυλούτων

복수 στυλοῦτε

στυλούντων, στυλούτωσαν

부정사 στυλοῦν

분사 남성여성중성
στυλων

στυλουντος

στυλουσα

στυλουσης

στυλουν

στυλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στυλοῦμαι

στυλοῖ

στυλοῦται

쌍수 στυλοῦσθον

στυλοῦσθον

복수 στυλούμεθα

στυλοῦσθε

στυλοῦνται

접속법단수 στυλῶμαι

στυλοῖ

στυλῶται

쌍수 στυλῶσθον

στυλῶσθον

복수 στυλώμεθα

στυλῶσθε

στυλῶνται

기원법단수 στυλοίμην

στυλοῖο

στυλοῖτο

쌍수 στυλοῖσθον

στυλοίσθην

복수 στυλοίμεθα

στυλοῖσθε

στυλοῖντο

명령법단수 στυλοῦ

στυλούσθω

쌍수 στυλοῦσθον

στυλούσθων

복수 στυλοῦσθε

στυλούσθων, στυλούσθωσαν

부정사 στυλοῦσθαι

분사 남성여성중성
στυλουμενος

στυλουμενου

στυλουμενη

στυλουμενης

στυλουμενον

στυλουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to prop with pillars

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION