헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στολίς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στολίς στολίδος

형태분석: στολιδ (어간) + ς (어미)

어원: = stolh/ II

  1. 의류, 의복, 옷, 가운
  1. a garment, robe, worn as garments
  2. sails
  3. folds in

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στολίς

의류가

στολίδε

의류들이

στολίδες

의류들이

속격 στολίδος

의류의

στολίδοιν

의류들의

στολίδων

의류들의

여격 στολίδι

의류에게

στολίδοιν

의류들에게

στολίσιν*

의류들에게

대격 στολίδα

의류를

στολίδε

의류들을

στολίδας

의류들을

호격 στολί

의류야

στολίδε

의류들아

στολίδες

의류들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ζῶναί τέ σοι χαλῶσι κοὐχ ἑξῆσ πέπλων στολίδεσ ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν σέθεν. (Euripides, episode18)

    (에우리피데스, episode18)

  • μέγα τοι δύναται νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδεσ κισσοῦ τε στεφθεῖσα χλόα νάρθηκασ εἰσ ἱερούσ, ῥόμβου θ’ εἱλισσομένα κύκλιοσ ἔνοσισ αἰθερία, βακχεύουσά τ’ ἔθειρα Βρομί ῳ καὶ παννυχίδεσ θεᾶσ. (Euripides, Helen, choral, antistrophe 22)

    (에우리피데스, Helen, choral, antistrophe 22)

  • οὐ προκαλυπτομένα βοτρυχώδεοσ ἁβρὰ παρηίδοσ οὐδ’ ὑπὸ παρθενί‐ ασ τὸν ὑπὸ βλεφάροισ φοίνικ’, ἐρύθημα προσώπου, αἰδομένα φέρομαι βάκχα νεκύ‐ ων, κράδεμνα δικοῦσα κόμασ ἀπ’ ἐ‐ μᾶσ, στολίδοσ κροκόεσσαν ἀνεῖσα τρυφάν, ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric1)

  • οὐκ ἄστεσιν οἱᾶ̀ τ’ ἐν ἄλλοισ ἵδρυται, μαλακὰσ ἑσσαμένα στολίδασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1762)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1762)

  • ἀλλ’ ἴτε θαρσαλέοι, πρυμνήσια λύετε, ναῦται, πίτνατε δὲ πτερύγων λεπταλέασ στολίδασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 6 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 6 1:1)

유의어

  1. 의류

  2. sails

  3. folds in

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION