Ancient Greek-English Dictionary Language

στερίσκω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στερίσκω

Structure: στερίσκ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = stere/w

Sense

  1. to deprive, to be deprived of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στερίσκω στερίσκεις στερίσκει
Dual στερίσκετον στερίσκετον
Plural στερίσκομεν στερίσκετε στερίσκουσιν*
SubjunctiveSingular στερίσκω στερίσκῃς στερίσκῃ
Dual στερίσκητον στερίσκητον
Plural στερίσκωμεν στερίσκητε στερίσκωσιν*
OptativeSingular στερίσκοιμι στερίσκοις στερίσκοι
Dual στερίσκοιτον στερισκοίτην
Plural στερίσκοιμεν στερίσκοιτε στερίσκοιεν
ImperativeSingular στέρισκε στερισκέτω
Dual στερίσκετον στερισκέτων
Plural στερίσκετε στερισκόντων, στερισκέτωσαν
Infinitive στερίσκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στερισκων στερισκοντος στερισκουσα στερισκουσης στερισκον στερισκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στερίσκομαι στερίσκει, στερίσκῃ στερίσκεται
Dual στερίσκεσθον στερίσκεσθον
Plural στερισκόμεθα στερίσκεσθε στερίσκονται
SubjunctiveSingular στερίσκωμαι στερίσκῃ στερίσκηται
Dual στερίσκησθον στερίσκησθον
Plural στερισκώμεθα στερίσκησθε στερίσκωνται
OptativeSingular στερισκοίμην στερίσκοιο στερίσκοιτο
Dual στερίσκοισθον στερισκοίσθην
Plural στερισκοίμεθα στερίσκοισθε στερίσκοιντο
ImperativeSingular στερίσκου στερισκέσθω
Dual στερίσκεσθον στερισκέσθων
Plural στερίσκεσθε στερισκέσθων, στερισκέσθωσαν
Infinitive στερίσκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στερισκομενος στερισκομενου στερισκομενη στερισκομενης στερισκομενον στερισκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μετὰ δὲ ταῦτα τῶν ἐλεφάντων ταῖσ τε τῶν σωμάτων ὑπεροχαῖσ καὶ ταῖσ ἀλκαῖσ δεόντωσ χρωμένων οἱ μὲν ὑπὸ τῶν θηρίων συμπατούμενοι μετὰ τῶν ὅπλων θραυομένων τῶν ὀστῶν ἀπώλλυντο, οἱ δὲ ταῖσ προνομαῖσ περιλαμβανόμενοι καὶ πρὸσ ὕψοσ ἐξαρθέντεσ πάλιν πρὸσ τὴν γῆν ἐράττοντο καὶ δεινοῖσ θανάτοισ περιέπιπτον, πολλοὶ δὲ τοῖσ ὀδοῦσι συγκεντούμενοι καὶ δι’ ὅλων τῶν σωμάτων τιτρωσκόμενοι παραχρῆμα τοῦ ζῆν ἐστερίσκοντο. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 88 1:2)

Synonyms

  1. to deprive

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION