헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στερίσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στερίσκω

형태분석: στερίσκ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = stere/w

  1. 빼앗다, 박탈하다, 뺏다
  1. to deprive, to be deprived of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στερίσκω

(나는) 빼앗는다

στερίσκεις

(너는) 빼앗는다

στερίσκει

(그는) 빼앗는다

쌍수 στερίσκετον

(너희 둘은) 빼앗는다

στερίσκετον

(그 둘은) 빼앗는다

복수 στερίσκομεν

(우리는) 빼앗는다

στερίσκετε

(너희는) 빼앗는다

στερίσκουσιν*

(그들은) 빼앗는다

접속법단수 στερίσκω

(나는) 빼앗자

στερίσκῃς

(너는) 빼앗자

στερίσκῃ

(그는) 빼앗자

쌍수 στερίσκητον

(너희 둘은) 빼앗자

στερίσκητον

(그 둘은) 빼앗자

복수 στερίσκωμεν

(우리는) 빼앗자

στερίσκητε

(너희는) 빼앗자

στερίσκωσιν*

(그들은) 빼앗자

기원법단수 στερίσκοιμι

(나는) 빼앗기를 (바라다)

στερίσκοις

(너는) 빼앗기를 (바라다)

στερίσκοι

(그는) 빼앗기를 (바라다)

쌍수 στερίσκοιτον

(너희 둘은) 빼앗기를 (바라다)

στερισκοίτην

(그 둘은) 빼앗기를 (바라다)

복수 στερίσκοιμεν

(우리는) 빼앗기를 (바라다)

στερίσκοιτε

(너희는) 빼앗기를 (바라다)

στερίσκοιεν

(그들은) 빼앗기를 (바라다)

명령법단수 στέρισκε

(너는) 빼앗아라

στερισκέτω

(그는) 빼앗아라

쌍수 στερίσκετον

(너희 둘은) 빼앗아라

στερισκέτων

(그 둘은) 빼앗아라

복수 στερίσκετε

(너희는) 빼앗아라

στερισκόντων, στερισκέτωσαν

(그들은) 빼앗아라

부정사 στερίσκειν

빼앗는 것

분사 남성여성중성
στερισκων

στερισκοντος

στερισκουσα

στερισκουσης

στερισκον

στερισκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στερίσκομαι

(나는) 빼앗긴다

στερίσκει, στερίσκῃ

(너는) 빼앗긴다

στερίσκεται

(그는) 빼앗긴다

쌍수 στερίσκεσθον

(너희 둘은) 빼앗긴다

στερίσκεσθον

(그 둘은) 빼앗긴다

복수 στερισκόμεθα

(우리는) 빼앗긴다

στερίσκεσθε

(너희는) 빼앗긴다

στερίσκονται

(그들은) 빼앗긴다

접속법단수 στερίσκωμαι

(나는) 빼앗기자

στερίσκῃ

(너는) 빼앗기자

στερίσκηται

(그는) 빼앗기자

쌍수 στερίσκησθον

(너희 둘은) 빼앗기자

στερίσκησθον

(그 둘은) 빼앗기자

복수 στερισκώμεθα

(우리는) 빼앗기자

στερίσκησθε

(너희는) 빼앗기자

στερίσκωνται

(그들은) 빼앗기자

기원법단수 στερισκοίμην

(나는) 빼앗기기를 (바라다)

στερίσκοιο

(너는) 빼앗기기를 (바라다)

στερίσκοιτο

(그는) 빼앗기기를 (바라다)

쌍수 στερίσκοισθον

(너희 둘은) 빼앗기기를 (바라다)

στερισκοίσθην

(그 둘은) 빼앗기기를 (바라다)

복수 στερισκοίμεθα

(우리는) 빼앗기기를 (바라다)

στερίσκοισθε

(너희는) 빼앗기기를 (바라다)

στερίσκοιντο

(그들은) 빼앗기기를 (바라다)

명령법단수 στερίσκου

(너는) 빼앗겨라

στερισκέσθω

(그는) 빼앗겨라

쌍수 στερίσκεσθον

(너희 둘은) 빼앗겨라

στερισκέσθων

(그 둘은) 빼앗겨라

복수 στερίσκεσθε

(너희는) 빼앗겨라

στερισκέσθων, στερισκέσθωσαν

(그들은) 빼앗겨라

부정사 στερίσκεσθαι

빼앗기는 것

분사 남성여성중성
στερισκομενος

στερισκομενου

στερισκομενη

στερισκομενης

στερισκομενον

στερισκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστέρισκον

(나는) 빼앗고 있었다

ἐστέρισκες

(너는) 빼앗고 있었다

ἐστέρισκεν*

(그는) 빼앗고 있었다

쌍수 ἐστερίσκετον

(너희 둘은) 빼앗고 있었다

ἐστερισκέτην

(그 둘은) 빼앗고 있었다

복수 ἐστερίσκομεν

(우리는) 빼앗고 있었다

ἐστερίσκετε

(너희는) 빼앗고 있었다

ἐστέρισκον

(그들은) 빼앗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστερισκόμην

(나는) 빼앗기고 있었다

ἐστερίσκου

(너는) 빼앗기고 있었다

ἐστερίσκετο

(그는) 빼앗기고 있었다

쌍수 ἐστερίσκεσθον

(너희 둘은) 빼앗기고 있었다

ἐστερισκέσθην

(그 둘은) 빼앗기고 있었다

복수 ἐστερισκόμεθα

(우리는) 빼앗기고 있었다

ἐστερίσκεσθε

(너희는) 빼앗기고 있었다

ἐστερίσκοντο

(그들은) 빼앗기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 빼앗다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION