σκέπη
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σκέπη
σκέπης
Structure:
σκεπ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- cover, shelter
- shade
- protection
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀρκεῖ μοι χλαίνησ λιτὸν σκέπασ, οὐδὲ τραπέζαισ δουλεύσω, Μουσέων ἄνθεα βοσκόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 431)
- λέκτρα μάτην μίμνοντα καὶ ἄπρηκτον σκέπασ εὐνῆσ ἄνθετο σοί, Μήνη, σὸσ φίλοσ Ἐνδυμίων, αἰδόμενοσ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 581)
- Καυσίη, ἡ τὸ πάροιθε Μακηδόσιν εὔκολον ὅπλον, καὶ σκέπασ ἐν νιφετῷ, καὶ κόρυσ ἐν πολέμῳ, ἱδρῶ διψήσασα πιεῖν τεόν, ἄλκιμε Πείσων, Ἡμαθὶσ Αὐσονίουσ ἦλθον ἐπὶ κροτάφουσ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 3351)
- ἀλλ’ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶροσ ἄριστοσ, λεῖοσ πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπασ ἦν ἀνέμοιο, ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν· (Homer, Odyssey, Book 5 45:9)
- ἀλλὰ δότ’, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε, λούσατέ τ’ ἐν ποταμῷ, ὅθ’ ἐπὶ σκέπασ ἔστ’ ἀνέμοιο. (Homer, Odyssey, Book 6 18:10)
Synonyms
-
cover
-
shade
-
protection