Ancient Greek-English Dictionary Language

σιτευτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σιτευτός σιτευτή σιτευτόν

Structure: σιτευτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from siteu/w

Sense

  1. fed up, fatted

Examples

  • ἦν μὲν οὖν καὶ φύσει σάρκινοσ, τότε δὲ καὶ κοιλίαν εἰλήφει καὶ τῷ χρώματι παρὰ φύσιν ἐπικεκαυμένοσ ἦν, ὥστε δοκεῖν ἐν πανηγύρει που διαιτᾶσθαι παραπλησίωσ τοῖσ σιτευτοῖσ βουσίν, ἀλλὰ μὴ τηλικούτων καὶ τοιούτων κακῶν προστατεῖν, ὧν οὐδ’ ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διεξιὼν οὐδείσ. (Polybius, Histories, book 38, chapter 8 7:1)

Synonyms

  1. fed up

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION