Ancient Greek-English Dictionary Language

σιτευτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σιτευτός σιτευτή σιτευτόν

Structure: σιτευτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from siteu/w

Sense

  1. fed up, fatted

Examples

  • "ἀληθινοῦ δ’ Ἔρωτοσ οὐδ’ ὁτιοῦν τῇ γυναικωνίτιδι μέτεστιν, οὐδ’ ἐρᾶν ὑμᾶσ ἔγωγέ φημι τοὺσ γυναιξὶ προσπεπονθότασ ἢ παρθένοισ, ὥσπερ οὐδὲ μυῖαι γάλακτοσ οὐδὲ μέλιτται κηρίων ἐρῶσιν, οὐδὲ σιτευταὶ καὶ μάγειροι φίλα φρονοῦσι πιαίνοντεσ ὑπὸ σκότῳ μόσχουσ καὶ ὄρνιθασ. (Plutarch, Amatorius, section 4 2:3)

Synonyms

  1. fed up

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION