Ancient Greek-English Dictionary Language

σαπρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σαπρός σαπρή σαπρόν

Structure: σαπρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: saph=nai

Sense

  1. rotten, putrid, stale, rancid
  2. stale, worn out
  3. mellow

Examples

  • ἢ πόθεν γάρ σοι διαγνῶναι δυνατόν, τίνα μὲν παλαιὰ καὶ πολλοῦ ἄξια, τίνα δὲ φαῦλα καὶ ἄλλωσ σαπρά, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο καὶ συμβούλουσ τοὺσ σέασ ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν παραλαμβάνοισ; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 1:5)
  • νῦν μέν με παρακύψασα προὔφθησ ὦ σαπρά. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene5)
  • καινόν γ’ ὦ σαπρά. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe 2 1:4)
  • ἀλλ’ ἔστι κομιδῇ τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά. (Aristophanes, Plutus, Episode 2:35)
  • ἐμοὶ σὺ λουτρὸν ὦ σαπρά; (Aristophanes, Lysistrata, Parodos, tetrameters33)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION