Ancient Greek-English Dictionary Language

θεσμοφόρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θεσμοφόρος θεσμοφόρον

Structure: θεσμοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. law-giving

Examples

  • αἱ γὰρ γυναῖκεσ ἐπιβεβουλεύκασί μοι κἀν Θεσμοφόροιν μέλλουσι περί μου τήμερον ἐκκλησιάζειν ἐπ’ ὀλέθρῳ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics20)
  • Ἀγάθωνα πεῖσαι τὸν τραγῳδοδιδάσκαλον ἐσ Θεσμοφόροιν ἐλθεῖν. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics25)
  • ἀλλ’ ὦ περικαλλεῖ Θεσμοφόρω δέξασθέ με ἀγαθῇ τύχῃ καὶ δεῦρο <καὶ> πάλιν οἴκαδε. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics 3:17)
  • εὔχεσθε τοῖν Θεσμοφόροιν τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ καὶ τῷ Πλούτῳ καὶ τῇ Καλλιγενείᾳ καὶ τῇ Κουροτρόφῳ τῇ Γῇ καὶ τῷ Ἑρμῇ καὶ Χάρισιν ἐκκλησίαν τήνδε καὶ σύνοδον τὴν νῦν κάλλιστα καὶ ἄριστα ποιῆσαι, πολυωφελῶσ μὲν πόλει τῇ Ἀθηναίων τυχηρῶσ δ’ ἡμῖν αὐταῖσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parodos, prologue2)
  • τὼ Θεσμοφόρω δ’ ἡμῖν ἀγαθὴν τούτων χάριν ἀνταποδοίτην. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Exodus, anapests4)
  • ἀλλὰ καθέλκει δρῦν πολὺ τὴν μακρὴν ὄμπνια Θεσμοφόροσ, τοῖν δὲ δυοῖν Μίμνερμοσ ὅτι γλυκὺσ αἱ κατὰ λεπτὸν ὧδε μὲν, ἡ μεγάλη δ’ οὐκ ἐδίδαξε γυνή ξαλλιμ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , prop. i. 9. 935)
  • ὑπὲρ δὲ τοῦ Ποσειδῶνοσ τὸν ναόν ἐστι Δημήτηρ Θεσμοφόροσ, Ἀλθήπου καθὰ λέγουσιν ἱδρυσαμένου. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 32 12:3)

Synonyms

  1. law-giving

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION