Ancient Greek-English Dictionary Language

θαυματοποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θαυματοποιός θαυματοποιόν

Structure: θαυματοποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poie/w

Sense

  1. wonder-working, a conjuror, juggler

Examples

  • τὸ δὲ κατὰ τὴν παροιμίαν, ἄνθρακεσ ἡμῶν ὁ θησαυρὸσ ἦσαν, καὶ ὀλίγου δέω θαυματοποιοῦ τινοσ ἔπαινον ἐπαινεῖσθαι πρὸσ αὐτῶν. (Lucian, Zeuxis 4:6)
  • ὥσπερ γὰρ οἱ παῖδεσ οἱ τῶν ἰατρῶν τε καὶ τῶν θαυματοποιῶν γεγυμνασμένοι πρὸσ τὰσ διακονίασ εἰσὶ καὶ συμπράττοντεσ ἐκπλήττουσι τοὺσ θεωμένουσ καὶ χρωμένουσ, οὕτω τοῦ μεγάλου θαυματοποιοῦ καὶ πάντα ἐπὶ σωτηρίᾳ πράττοντοσ ἀνθρώπων εὑρ́ημα τοῦτο καὶ κτῆμά ἐστι καὶ συμπράττει δὴ πρὸσ ἅπαντα αὐτῷ καὶ γίγνεται πολλοῖσ ἀντὶ φαρμάκου. (Aristides, Aelius, Orationes, 4:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION