Ancient Greek-English Dictionary Language

πυγμαῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πυγμαῖος πυγμαῖη πυγμαῖον

Structure: πυγμαι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pugmh/ II

Sense

  1. a, long or tall, dwarfish, the Pygmies

Examples

  • αἵματι Πυγμαίων ἡδομένη γέρανοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 3692)
  • θεασάμενοσ δὲ ἢ πεπυσμένοσ ἐμνημόνευσεν ἂν πολύ γε πρότερον ἐμοὶ δοκεῖν ἢ Πυγμαίων τε ἀνδρῶν καὶ γεράνων μάχησ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 12 5:4)
  • εἰ δ’ οἱ ὕστερον τοὺσ Αἰθίοπασ ἐπὶ τοὺσ κατ’ Αἴγυπτον μόνουσ μετήγαγον καὶ τὸν περὶ τῶν Πυγμαίων λόγον, οὐδὲν ἂν εἰή πρὸσ τὰ πάλαι. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 56:16)
  • οὐδὲ τὰ περὶ τοῦ Πρωτέωσ καὶ τῶν Πυγμαίων, οὐδ’ αἱ τῶν φαρμάκων δυνάμεισ, οὐδ’ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον οἱ ποιηταὶ πλάττουσιν· (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 60:21)
  • Οἱ δὲ πλάττοντεσ Ἐρεμβοὺσ ἴδιόν τι ἔθνοσ Αἰθιοπικὸν καὶ ἄλλο Κηφήνων καὶ τρίτον Πυγμαίων καὶ ἄλλα μυρία ἧττον ἂν πιστεύοιντο, πρὸσ τῷ μὴ ἀξιοπίστῳ καὶ σύγχυσίν τινα ἐμφαίνοντεσ τοῦ μυθικοῦ καὶ ἱστορικοῦ σχήματοσ. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 70:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION