Ancient Greek-English Dictionary Language

πυγμαῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πυγμαῖος πυγμαῖη πυγμαῖον

Structure: πυγμαι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pugmh/ II

Sense

  1. a, long or tall, dwarfish, the Pygmies

Examples

  • οὐδὲ γὰρ αὐτοῦ Ὁμήρου ταῦτα μυθεύοντοσ, ὧν εἰσι καὶ οὗτοι οἱ πυγμαῖοι, οὐδ’ Ἀλκμᾶνοσ στεγανόποδασ ἱστοροῦντοσ, οὐδ’ Αἰσχύλου κυνοκεφάλουσ καὶ στερνοφθάλμουσ καὶ μονομμάτουσ, ὅπου γε οὐδὲ τοῖσ πεζῇ συγγράφουσιν ἐν ἱστορίασ σχήματι προσέχομεν περὶ πολλῶν, κἂν μὴ ἐξομολογῶνται τὴν μυθογραφίαν. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 70:12)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION