Ancient Greek-English Dictionary Language

πρυτανεύω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρυτανεύω πρυτανεύσω

Structure: πρυτανεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be, president, to hold sway
  2. to hold office as Prytanis
  3. to put the question on a motion for
  4. to manage, regulate, to suffer oneself to be guided

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρυτανεύω πρυτανεύεις πρυτανεύει
Dual πρυτανεύετον πρυτανεύετον
Plural πρυτανεύομεν πρυτανεύετε πρυτανεύουσιν*
SubjunctiveSingular πρυτανεύω πρυτανεύῃς πρυτανεύῃ
Dual πρυτανεύητον πρυτανεύητον
Plural πρυτανεύωμεν πρυτανεύητε πρυτανεύωσιν*
OptativeSingular πρυτανεύοιμι πρυτανεύοις πρυτανεύοι
Dual πρυτανεύοιτον πρυτανευοίτην
Plural πρυτανεύοιμεν πρυτανεύοιτε πρυτανεύοιεν
ImperativeSingular πρυτάνευε πρυτανευέτω
Dual πρυτανεύετον πρυτανευέτων
Plural πρυτανεύετε πρυτανευόντων, πρυτανευέτωσαν
Infinitive πρυτανεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πρυτανευων πρυτανευοντος πρυτανευουσα πρυτανευουσης πρυτανευον πρυτανευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρυτανεύομαι πρυτανεύει, πρυτανεύῃ πρυτανεύεται
Dual πρυτανεύεσθον πρυτανεύεσθον
Plural πρυτανευόμεθα πρυτανεύεσθε πρυτανεύονται
SubjunctiveSingular πρυτανεύωμαι πρυτανεύῃ πρυτανεύηται
Dual πρυτανεύησθον πρυτανεύησθον
Plural πρυτανευώμεθα πρυτανεύησθε πρυτανεύωνται
OptativeSingular πρυτανευοίμην πρυτανεύοιο πρυτανεύοιτο
Dual πρυτανεύοισθον πρυτανευοίσθην
Plural πρυτανευοίμεθα πρυτανεύοισθε πρυτανεύοιντο
ImperativeSingular πρυτανεύου πρυτανευέσθω
Dual πρυτανεύεσθον πρυτανευέσθων
Plural πρυτανεύεσθε πρυτανευέσθων, πρυτανευέσθωσαν
Infinitive πρυτανεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πρυτανευομενος πρυτανευομενου πρυτανευομενη πρυτανευομενης πρυτανευομενον πρυτανευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρυτανεύσω πρυτανεύσεις πρυτανεύσει
Dual πρυτανεύσετον πρυτανεύσετον
Plural πρυτανεύσομεν πρυτανεύσετε πρυτανεύσουσιν*
OptativeSingular πρυτανεύσοιμι πρυτανεύσοις πρυτανεύσοι
Dual πρυτανεύσοιτον πρυτανευσοίτην
Plural πρυτανεύσοιμεν πρυτανεύσοιτε πρυτανεύσοιεν
Infinitive πρυτανεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πρυτανευσων πρυτανευσοντος πρυτανευσουσα πρυτανευσουσης πρυτανευσον πρυτανευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρυτανεύσομαι πρυτανεύσει, πρυτανεύσῃ πρυτανεύσεται
Dual πρυτανεύσεσθον πρυτανεύσεσθον
Plural πρυτανευσόμεθα πρυτανεύσεσθε πρυτανεύσονται
OptativeSingular πρυτανευσοίμην πρυτανεύσοιο πρυτανεύσοιτο
Dual πρυτανεύσοισθον πρυτανευσοίσθην
Plural πρυτανευσοίμεθα πρυτανεύσοισθε πρυτανεύσοιντο
Infinitive πρυτανεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πρυτανευσομενος πρυτανευσομενου πρυτανευσομενη πρυτανευσομενης πρυτανευσομενον πρυτανευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἔτυχεν ἡμῶν ἡ φυλὴ Ἀντιοχὶσ πρυτανεύουσα ὅτε ὑμεῖσ τοὺσ δέκα στρατηγοὺσ τοὺσ οὐκ ἀνελομένουσ τοὺσ ἐκ τῆσ ναυμαχίασ ἐβουλεύσασθε ἁθρόουσ κρίνειν, παρανόμωσ, ὡσ ἐν τῷ ὑστέρῳ χρόνῳ πᾶσιν ὑμῖν ἔδοξεν. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 152:1)

Synonyms

  1. to hold office as Prytanis

  2. to put the question on a motion for

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION