헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσιππεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσιππεύω προσιππεύσω

형태분석: προς (접두사) + ἱππεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 묻다, 고발하다, 매기다
  1. to ride up to, charge

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιππεύω

(나는) 묻는다

προσιππεύεις

(너는) 묻는다

προσιππεύει

(그는) 묻는다

쌍수 προσιππεύετον

(너희 둘은) 묻는다

προσιππεύετον

(그 둘은) 묻는다

복수 προσιππεύομεν

(우리는) 묻는다

προσιππεύετε

(너희는) 묻는다

προσιππεύουσιν*

(그들은) 묻는다

접속법단수 προσιππεύω

(나는) 묻자

προσιππεύῃς

(너는) 묻자

προσιππεύῃ

(그는) 묻자

쌍수 προσιππεύητον

(너희 둘은) 묻자

προσιππεύητον

(그 둘은) 묻자

복수 προσιππεύωμεν

(우리는) 묻자

προσιππεύητε

(너희는) 묻자

προσιππεύωσιν*

(그들은) 묻자

기원법단수 προσιππεύοιμι

(나는) 묻기를 (바라다)

προσιππεύοις

(너는) 묻기를 (바라다)

προσιππεύοι

(그는) 묻기를 (바라다)

쌍수 προσιππεύοιτον

(너희 둘은) 묻기를 (바라다)

προσιππευοίτην

(그 둘은) 묻기를 (바라다)

복수 προσιππεύοιμεν

(우리는) 묻기를 (바라다)

προσιππεύοιτε

(너희는) 묻기를 (바라다)

προσιππεύοιεν

(그들은) 묻기를 (바라다)

명령법단수 προσίππευε

(너는) 물어라

προσιππευέτω

(그는) 물어라

쌍수 προσιππεύετον

(너희 둘은) 물어라

προσιππευέτων

(그 둘은) 물어라

복수 προσιππεύετε

(너희는) 물어라

προσιππευόντων, προσιππευέτωσαν

(그들은) 물어라

부정사 προσιππεύειν

묻는 것

분사 남성여성중성
προσιππευων

προσιππευοντος

προσιππευουσα

προσιππευουσης

προσιππευον

προσιππευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιππεύομαι

(나는) 물려진다

προσιππεύει, προσιππεύῃ

(너는) 물려진다

προσιππεύεται

(그는) 물려진다

쌍수 προσιππεύεσθον

(너희 둘은) 물려진다

προσιππεύεσθον

(그 둘은) 물려진다

복수 προσιππευόμεθα

(우리는) 물려진다

προσιππεύεσθε

(너희는) 물려진다

προσιππεύονται

(그들은) 물려진다

접속법단수 προσιππεύωμαι

(나는) 물려지자

προσιππεύῃ

(너는) 물려지자

προσιππεύηται

(그는) 물려지자

쌍수 προσιππεύησθον

(너희 둘은) 물려지자

προσιππεύησθον

(그 둘은) 물려지자

복수 προσιππευώμεθα

(우리는) 물려지자

προσιππεύησθε

(너희는) 물려지자

προσιππεύωνται

(그들은) 물려지자

기원법단수 προσιππευοίμην

(나는) 물려지기를 (바라다)

προσιππεύοιο

(너는) 물려지기를 (바라다)

προσιππεύοιτο

(그는) 물려지기를 (바라다)

쌍수 προσιππεύοισθον

(너희 둘은) 물려지기를 (바라다)

προσιππευοίσθην

(그 둘은) 물려지기를 (바라다)

복수 προσιππευοίμεθα

(우리는) 물려지기를 (바라다)

προσιππεύοισθε

(너희는) 물려지기를 (바라다)

προσιππεύοιντο

(그들은) 물려지기를 (바라다)

명령법단수 προσιππεύου

(너는) 물려져라

προσιππευέσθω

(그는) 물려져라

쌍수 προσιππεύεσθον

(너희 둘은) 물려져라

προσιππευέσθων

(그 둘은) 물려져라

복수 προσιππεύεσθε

(너희는) 물려져라

προσιππευέσθων, προσιππευέσθωσαν

(그들은) 물려져라

부정사 προσιππεύεσθαι

물려지는 것

분사 남성여성중성
προσιππευομενος

προσιππευομενου

προσιππευομενη

προσιππευομενης

προσιππευομενον

προσιππευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιππεύσω

(나는) 묻겠다

προσιππεύσεις

(너는) 묻겠다

προσιππεύσει

(그는) 묻겠다

쌍수 προσιππεύσετον

(너희 둘은) 묻겠다

προσιππεύσετον

(그 둘은) 묻겠다

복수 προσιππεύσομεν

(우리는) 묻겠다

προσιππεύσετε

(너희는) 묻겠다

προσιππεύσουσιν*

(그들은) 묻겠다

기원법단수 προσιππεύσοιμι

(나는) 묻겠기를 (바라다)

προσιππεύσοις

(너는) 묻겠기를 (바라다)

προσιππεύσοι

(그는) 묻겠기를 (바라다)

쌍수 προσιππεύσοιτον

(너희 둘은) 묻겠기를 (바라다)

προσιππευσοίτην

(그 둘은) 묻겠기를 (바라다)

복수 προσιππεύσοιμεν

(우리는) 묻겠기를 (바라다)

προσιππεύσοιτε

(너희는) 묻겠기를 (바라다)

προσιππεύσοιεν

(그들은) 묻겠기를 (바라다)

부정사 προσιππεύσειν

물을 것

분사 남성여성중성
προσιππευσων

προσιππευσοντος

προσιππευσουσα

προσιππευσουσης

προσιππευσον

προσιππευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιππεύσομαι

(나는) 물려지겠다

προσιππεύσει, προσιππεύσῃ

(너는) 물려지겠다

προσιππεύσεται

(그는) 물려지겠다

쌍수 προσιππεύσεσθον

(너희 둘은) 물려지겠다

προσιππεύσεσθον

(그 둘은) 물려지겠다

복수 προσιππευσόμεθα

(우리는) 물려지겠다

προσιππεύσεσθε

(너희는) 물려지겠다

προσιππεύσονται

(그들은) 물려지겠다

기원법단수 προσιππευσοίμην

(나는) 물려지겠기를 (바라다)

προσιππεύσοιο

(너는) 물려지겠기를 (바라다)

προσιππεύσοιτο

(그는) 물려지겠기를 (바라다)

쌍수 προσιππεύσοισθον

(너희 둘은) 물려지겠기를 (바라다)

προσιππευσοίσθην

(그 둘은) 물려지겠기를 (바라다)

복수 προσιππευσοίμεθα

(우리는) 물려지겠기를 (바라다)

προσιππεύσοισθε

(너희는) 물려지겠기를 (바라다)

προσιππεύσοιντο

(그들은) 물려지겠기를 (바라다)

부정사 προσιππεύσεσθαι

물려질 것

분사 남성여성중성
προσιππευσομενος

προσιππευσομενου

προσιππευσομενη

προσιππευσομενης

προσιππευσομενον

προσιππευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῖππευον

(나는) 묻고 있었다

προσῖππευες

(너는) 묻고 있었다

προσῖππευεν*

(그는) 묻고 있었다

쌍수 προσῑ́ππευετον

(너희 둘은) 묻고 있었다

προσῑππεῦετην

(그 둘은) 묻고 있었다

복수 προσῑ́ππευομεν

(우리는) 묻고 있었다

προσῑ́ππευετε

(너희는) 묻고 있었다

προσῖππευον

(그들은) 묻고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῑππεῦομην

(나는) 물려지고 있었다

προσῑ́ππευου

(너는) 물려지고 있었다

προσῑ́ππευετο

(그는) 물려지고 있었다

쌍수 προσῑ́ππευεσθον

(너희 둘은) 물려지고 있었다

προσῑππεῦεσθην

(그 둘은) 물려지고 있었다

복수 προσῑππεῦομεθα

(우리는) 물려지고 있었다

προσῑ́ππευεσθε

(너희는) 물려지고 있었다

προσῑ́ππευοντο

(그들은) 물려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 묻다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION