Ancient Greek-English Dictionary Language

προσημαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσημαίνω προσημανῶ

Structure: προ (Prefix) + σημαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to presignify, foretell, announce
  2. to declare beforehand, proclaim, to give, public notice

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσημαίνω προσημαίνεις προσημαίνει
Dual προσημαίνετον προσημαίνετον
Plural προσημαίνομεν προσημαίνετε προσημαίνουσιν*
SubjunctiveSingular προσημαίνω προσημαίνῃς προσημαίνῃ
Dual προσημαίνητον προσημαίνητον
Plural προσημαίνωμεν προσημαίνητε προσημαίνωσιν*
OptativeSingular προσημαίνοιμι προσημαίνοις προσημαίνοι
Dual προσημαίνοιτον προσημαινοίτην
Plural προσημαίνοιμεν προσημαίνοιτε προσημαίνοιεν
ImperativeSingular προσήμαινε προσημαινέτω
Dual προσημαίνετον προσημαινέτων
Plural προσημαίνετε προσημαινόντων, προσημαινέτωσαν
Infinitive προσημαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσημαινων προσημαινοντος προσημαινουσα προσημαινουσης προσημαινον προσημαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσημαίνομαι προσημαίνει, προσημαίνῃ προσημαίνεται
Dual προσημαίνεσθον προσημαίνεσθον
Plural προσημαινόμεθα προσημαίνεσθε προσημαίνονται
SubjunctiveSingular προσημαίνωμαι προσημαίνῃ προσημαίνηται
Dual προσημαίνησθον προσημαίνησθον
Plural προσημαινώμεθα προσημαίνησθε προσημαίνωνται
OptativeSingular προσημαινοίμην προσημαίνοιο προσημαίνοιτο
Dual προσημαίνοισθον προσημαινοίσθην
Plural προσημαινοίμεθα προσημαίνοισθε προσημαίνοιντο
ImperativeSingular προσημαίνου προσημαινέσθω
Dual προσημαίνεσθον προσημαινέσθων
Plural προσημαίνεσθε προσημαινέσθων, προσημαινέσθωσαν
Infinitive προσημαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσημαινομενος προσημαινομενου προσημαινομενη προσημαινομενης προσημαινομενον προσημαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὡσ δ’ εἰσ τὴν ἄφεσιν τοῦ βέλουσ διέτεινε τὸ κατασκευαζόμενον ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἔργον, καὶ παρὰ τῶν θεῶν τινα προεσημαίνετο τοῖσ κινδυνεύουσιν. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 39 19:1)

Synonyms

  1. to presignify

  2. to declare beforehand

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION