헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρόσειμι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρόσειμι

형태분석: προς (접두사) + έ̓ς (어간) + τον (인칭어미)

어원: ei)mi/ sum

  1. 들어가다, ~성격이 있다, 관계되어 있다, ~에 속하다
  2. 출석하다, 제공하다, 제시하다, 바치다, 내다, 선물하다, 전시하다, 보여주다, 여기 있다
  1. to be added to, be attached to, belong to
  2. to be there, be at hand, be present, there was, else, properties, too will be ours, the surplus

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσειμί

(나는) 들어간다

προσεῖ

(너는) 들어간다

προσεστίν*

(그는) 들어간다

쌍수 προσέστον

(너희 둘은) 들어간다

προσέστον

(그 둘은) 들어간다

복수 προσέσμεν

(우리는) 들어간다

προσέστε

(너희는) 들어간다

προσείσιν*

(그들은) 들어간다

접속법단수 προσῶ

(나는) 들어가자

προσῇς

(너는) 들어가자

προσῇ

(그는) 들어가자

쌍수 προσῆτον

(너희 둘은) 들어가자

προσῆτον

(그 둘은) 들어가자

복수 προσῶμεν

(우리는) 들어가자

προσῆτε

(너희는) 들어가자

προσῶσιν*

(그들은) 들어가자

기원법단수 προσείην

(나는) 들어가기를 (바라다)

προσείης

(너는) 들어가기를 (바라다)

προσείη

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 προσείητον, προσεῖτον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

προσείητην, προσείτην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 προσείημεν, προσεῖμεν

(우리는) 들어가기를 (바라다)

προσείητε, προσεῖτε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

προσείησαν, προσεῖεν

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 προσίσθι

(너는) 들어가라

προσέστω

(그는) 들어가라

쌍수 προσέστον

(너희 둘은) 들어가라

προσέστων

(그 둘은) 들어가라

복수 προσέστε

(너희는) 들어가라

προσέστων

(그들은) 들어가라

부정사 προσεῖναι

분사 남성여성중성
προσών

προσόντος

προσοῦσα

προσούσας

προσόν

προσόντος

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέσομαι

(나는) 들어가겠다

προσέσει, προσέσῃ

(너는) 들어가겠다

προσέσεται

(그는) 들어가겠다

쌍수 προσέσεσθον

(너희 둘은) 들어가겠다

προσέσεσθον

(그 둘은) 들어가겠다

복수 προσεσόμεθα

(우리는) 들어가겠다

προσέσεσθε

(너희는) 들어가겠다

προσέσονται

(그들은) 들어가겠다

기원법단수 προσεσοίμην

(나는) 들어가겠기를 (바라다)

προσέσοιο

(너는) 들어가겠기를 (바라다)

προσέσοιτο

(그는) 들어가겠기를 (바라다)

쌍수 προσέσοισθον

(너희 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

προσεσοίσθην

(그 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

복수 προσεσοίμεθα

(우리는) 들어가겠기를 (바라다)

προσέσοισθε

(너희는) 들어가겠기를 (바라다)

προσέσοιντο

(그들은) 들어가겠기를 (바라다)

부정사 προσέσεσθαι

들어갈 것

분사 남성여성중성
προσεσομενος

προσεσομενου

προσεσομενη

προσεσομενης

προσεσομενον

προσεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆ, προσῆν

(나는) 들어가고 있었다

προσῆσθα

(너는) 들어가고 있었다

προσῆν

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 προσῆ̓στον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

προσήστην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 προσῆ̓μεν

(우리는) 들어가고 있었다

προσῆ̓τε

(너희는) 들어가고 있었다

προσῆ̓σαν

(그들은) 들어가고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὅτι σκυλακευομένη μάστιγι ἐκολάζετο, εἴ τισ ἐσ τοῦτο ἔτι μάστιγα ὀνομάσειεν, πρόσεισιν τῷ ὀνομάσαντι, καὶ ὑποπτήξασα λιπαρεῖ, καὶ τὸ στόμα ἐφαρμόζει τῷ στόματι ὡσ φιλοῦσα, καὶ ἐπιπηδήσασα ἐκκρέμαται τοῦ αὐχένοσ, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν, πρὶν τῆσ ἀπειλῆσ ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον. (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

  • ἣ δὲ εἰ μὴ τύχοι ἀπηγορευκυῖα, πρόσεισιν ἐπιμειδιῶσα καὶ φιλοφρονουμένη. (Arrian, Cynegeticus, chapter 18 1:3)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 18 1:3)

  • εὐθὺσ οὖν πρόσεισιν παραγγέλλων τισ ἥκειν ἐπὶ τὸ δεῖπνον, οὐκ ἀνομίλητοσ οἰκέτησ, ὃν χρὴ πρῶτον ἵλεων ποιήσασθαι, παραβύσαντα εἰσ τὴν χεῖρα, ὡσ μὴ ἀδέξιοσ εἶναι δοκῇσ, τοὐλάχιστον πέντε δραχμάσ· (Lucian, De mercede, (no name) 14:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 14:1)

  • μᾶλλον δὲ κατὰ δαίμονα οὗτοσ αὐτὸσ ἡμῖν πρόσεισιν, ὁ ἐπὶ συννοίασ, ὁ λαλῶν ἑαυτῷ· (Lucian, Scytha 13:5)

    (루키아노스, Scytha 13:5)

  • ἑτέρου δὲ εἰπόντοσ, Πρόσεισιν ὁ μεῖραξ οὑμὸσ φίλοσ, Ἔπειτα, ἔφη, λοιδορεῖσ φίλον ὄντα; (Lucian, 5:13)

    (루키아노스, 5:13)

유의어

  1. 들어가다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION