헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεγγίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεγγίζω προσεγγιῶ

형태분석: προς (접두사) + ἐγγίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 접근하다, 다가가다
  1. to approach

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγίζω

(나는) 접근한다

προσεγγίζεις

(너는) 접근한다

προσεγγίζει

(그는) 접근한다

쌍수 προσεγγίζετον

(너희 둘은) 접근한다

προσεγγίζετον

(그 둘은) 접근한다

복수 προσεγγίζομεν

(우리는) 접근한다

προσεγγίζετε

(너희는) 접근한다

προσεγγίζουσιν*

(그들은) 접근한다

접속법단수 προσεγγίζω

(나는) 접근하자

προσεγγίζῃς

(너는) 접근하자

προσεγγίζῃ

(그는) 접근하자

쌍수 προσεγγίζητον

(너희 둘은) 접근하자

προσεγγίζητον

(그 둘은) 접근하자

복수 προσεγγίζωμεν

(우리는) 접근하자

προσεγγίζητε

(너희는) 접근하자

προσεγγίζωσιν*

(그들은) 접근하자

기원법단수 προσεγγίζοιμι

(나는) 접근하기를 (바라다)

προσεγγίζοις

(너는) 접근하기를 (바라다)

προσεγγίζοι

(그는) 접근하기를 (바라다)

쌍수 προσεγγίζοιτον

(너희 둘은) 접근하기를 (바라다)

προσεγγιζοίτην

(그 둘은) 접근하기를 (바라다)

복수 προσεγγίζοιμεν

(우리는) 접근하기를 (바라다)

προσεγγίζοιτε

(너희는) 접근하기를 (바라다)

προσεγγίζοιεν

(그들은) 접근하기를 (바라다)

명령법단수 προσέγγιζε

(너는) 접근해라

προσεγγιζέτω

(그는) 접근해라

쌍수 προσεγγίζετον

(너희 둘은) 접근해라

προσεγγιζέτων

(그 둘은) 접근해라

복수 προσεγγίζετε

(너희는) 접근해라

προσεγγιζόντων, προσεγγιζέτωσαν

(그들은) 접근해라

부정사 προσεγγίζειν

접근하는 것

분사 남성여성중성
προσεγγιζων

προσεγγιζοντος

προσεγγιζουσα

προσεγγιζουσης

προσεγγιζον

προσεγγιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγίζομαι

(나는) 접근된다

προσεγγίζει, προσεγγίζῃ

(너는) 접근된다

προσεγγίζεται

(그는) 접근된다

쌍수 προσεγγίζεσθον

(너희 둘은) 접근된다

προσεγγίζεσθον

(그 둘은) 접근된다

복수 προσεγγιζόμεθα

(우리는) 접근된다

προσεγγίζεσθε

(너희는) 접근된다

προσεγγίζονται

(그들은) 접근된다

접속법단수 προσεγγίζωμαι

(나는) 접근되자

προσεγγίζῃ

(너는) 접근되자

προσεγγίζηται

(그는) 접근되자

쌍수 προσεγγίζησθον

(너희 둘은) 접근되자

προσεγγίζησθον

(그 둘은) 접근되자

복수 προσεγγιζώμεθα

(우리는) 접근되자

προσεγγίζησθε

(너희는) 접근되자

προσεγγίζωνται

(그들은) 접근되자

기원법단수 προσεγγιζοίμην

(나는) 접근되기를 (바라다)

προσεγγίζοιο

(너는) 접근되기를 (바라다)

προσεγγίζοιτο

(그는) 접근되기를 (바라다)

쌍수 προσεγγίζοισθον

(너희 둘은) 접근되기를 (바라다)

προσεγγιζοίσθην

(그 둘은) 접근되기를 (바라다)

복수 προσεγγιζοίμεθα

(우리는) 접근되기를 (바라다)

προσεγγίζοισθε

(너희는) 접근되기를 (바라다)

προσεγγίζοιντο

(그들은) 접근되기를 (바라다)

명령법단수 προσεγγίζου

(너는) 접근되어라

προσεγγιζέσθω

(그는) 접근되어라

쌍수 προσεγγίζεσθον

(너희 둘은) 접근되어라

προσεγγιζέσθων

(그 둘은) 접근되어라

복수 προσεγγίζεσθε

(너희는) 접근되어라

προσεγγιζέσθων, προσεγγιζέσθωσαν

(그들은) 접근되어라

부정사 προσεγγίζεσθαι

접근되는 것

분사 남성여성중성
προσεγγιζομενος

προσεγγιζομενου

προσεγγιζομενη

προσεγγιζομενης

προσεγγιζομενον

προσεγγιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγίω

(나는) 접근하겠다

προσεγγίεις

(너는) 접근하겠다

προσεγγίει

(그는) 접근하겠다

쌍수 προσεγγίειτον

(너희 둘은) 접근하겠다

προσεγγίειτον

(그 둘은) 접근하겠다

복수 προσεγγίουμεν

(우리는) 접근하겠다

προσεγγίειτε

(너희는) 접근하겠다

προσεγγίουσιν*

(그들은) 접근하겠다

기원법단수 προσεγγίοιμι

(나는) 접근하겠기를 (바라다)

προσεγγίοις

(너는) 접근하겠기를 (바라다)

προσεγγίοι

(그는) 접근하겠기를 (바라다)

쌍수 προσεγγίοιτον

(너희 둘은) 접근하겠기를 (바라다)

προσεγγιοίτην

(그 둘은) 접근하겠기를 (바라다)

복수 προσεγγίοιμεν

(우리는) 접근하겠기를 (바라다)

προσεγγίοιτε

(너희는) 접근하겠기를 (바라다)

προσεγγίοιεν

(그들은) 접근하겠기를 (바라다)

부정사 προσεγγίειν

접근할 것

분사 남성여성중성
προσεγγιων

προσεγγιουντος

προσεγγιουσα

προσεγγιουσης

προσεγγιουν

προσεγγιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγίουμαι

(나는) 접근되겠다

προσεγγίει, προσεγγίῃ

(너는) 접근되겠다

προσεγγίειται

(그는) 접근되겠다

쌍수 προσεγγίεισθον

(너희 둘은) 접근되겠다

προσεγγίεισθον

(그 둘은) 접근되겠다

복수 προσεγγιοῦμεθα

(우리는) 접근되겠다

προσεγγίεισθε

(너희는) 접근되겠다

προσεγγίουνται

(그들은) 접근되겠다

기원법단수 προσεγγιοίμην

(나는) 접근되겠기를 (바라다)

προσεγγίοιο

(너는) 접근되겠기를 (바라다)

προσεγγίοιτο

(그는) 접근되겠기를 (바라다)

쌍수 προσεγγίοισθον

(너희 둘은) 접근되겠기를 (바라다)

προσεγγιοίσθην

(그 둘은) 접근되겠기를 (바라다)

복수 προσεγγιοίμεθα

(우리는) 접근되겠기를 (바라다)

προσεγγίοισθε

(너희는) 접근되겠기를 (바라다)

προσεγγίοιντο

(그들은) 접근되겠기를 (바라다)

부정사 προσεγγίεισθαι

접근될 것

분사 남성여성중성
προσεγγιουμενος

προσεγγιουμενου

προσεγγιουμενη

προσεγγιουμενης

προσεγγιουμενον

προσεγγιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆγγιζον

(나는) 접근하고 있었다

προσῆγγιζες

(너는) 접근하고 있었다

προσῆγγιζεν*

(그는) 접근하고 있었다

쌍수 προσήγγιζετον

(너희 둘은) 접근하고 있었다

προσηγγῖζετην

(그 둘은) 접근하고 있었다

복수 προσήγγιζομεν

(우리는) 접근하고 있었다

προσήγγιζετε

(너희는) 접근하고 있었다

προσῆγγιζον

(그들은) 접근하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσηγγῖζομην

(나는) 접근되고 있었다

προσήγγιζου

(너는) 접근되고 있었다

προσήγγιζετο

(그는) 접근되고 있었다

쌍수 προσήγγιζεσθον

(너희 둘은) 접근되고 있었다

προσηγγῖζεσθην

(그 둘은) 접근되고 있었다

복수 προσηγγῖζομεθα

(우리는) 접근되고 있었다

προσήγγιζεσθε

(너희는) 접근되고 있었다

προσήγγιζοντο

(그들은) 접근되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 접근하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION