Ancient Greek-English Dictionary Language

προσαποτιμάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσαποτιμάω προσαποτιμήσω

Structure: προς (Prefix) + ἀπο (Prefix) + τιμά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to estimate besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαποτιμῶ προσαποτιμᾷς προσαποτιμᾷ
Dual προσαποτιμᾶτον προσαποτιμᾶτον
Plural προσαποτιμῶμεν προσαποτιμᾶτε προσαποτιμῶσιν*
SubjunctiveSingular προσαποτιμῶ προσαποτιμῇς προσαποτιμῇ
Dual προσαποτιμῆτον προσαποτιμῆτον
Plural προσαποτιμῶμεν προσαποτιμῆτε προσαποτιμῶσιν*
OptativeSingular προσαποτιμῷμι προσαποτιμῷς προσαποτιμῷ
Dual προσαποτιμῷτον προσαποτιμῴτην
Plural προσαποτιμῷμεν προσαποτιμῷτε προσαποτιμῷεν
ImperativeSingular προσαποτίμᾱ προσαποτιμᾱ́τω
Dual προσαποτιμᾶτον προσαποτιμᾱ́των
Plural προσαποτιμᾶτε προσαποτιμώντων, προσαποτιμᾱ́τωσαν
Infinitive προσαποτιμᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαποτιμων προσαποτιμωντος προσαποτιμωσα προσαποτιμωσης προσαποτιμων προσαποτιμωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαποτιμῶμαι προσαποτιμᾷ προσαποτιμᾶται
Dual προσαποτιμᾶσθον προσαποτιμᾶσθον
Plural προσαποτιμώμεθα προσαποτιμᾶσθε προσαποτιμῶνται
SubjunctiveSingular προσαποτιμῶμαι προσαποτιμῇ προσαποτιμῆται
Dual προσαποτιμῆσθον προσαποτιμῆσθον
Plural προσαποτιμώμεθα προσαποτιμῆσθε προσαποτιμῶνται
OptativeSingular προσαποτιμῴμην προσαποτιμῷο προσαποτιμῷτο
Dual προσαποτιμῷσθον προσαποτιμῴσθην
Plural προσαποτιμῴμεθα προσαποτιμῷσθε προσαποτιμῷντο
ImperativeSingular προσαποτιμῶ προσαποτιμᾱ́σθω
Dual προσαποτιμᾶσθον προσαποτιμᾱ́σθων
Plural προσαποτιμᾶσθε προσαποτιμᾱ́σθων, προσαποτιμᾱ́σθωσαν
Infinitive προσαποτιμᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαποτιμωμενος προσαποτιμωμενου προσαποτιμωμενη προσαποτιμωμενης προσαποτιμωμενον προσαποτιμωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαποτιμήσω προσαποτιμήσεις προσαποτιμήσει
Dual προσαποτιμήσετον προσαποτιμήσετον
Plural προσαποτιμήσομεν προσαποτιμήσετε προσαποτιμήσουσιν*
OptativeSingular προσαποτιμήσοιμι προσαποτιμήσοις προσαποτιμήσοι
Dual προσαποτιμήσοιτον προσαποτιμησοίτην
Plural προσαποτιμήσοιμεν προσαποτιμήσοιτε προσαποτιμήσοιεν
Infinitive προσαποτιμήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαποτιμησων προσαποτιμησοντος προσαποτιμησουσα προσαποτιμησουσης προσαποτιμησον προσαποτιμησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαποτιμήσομαι προσαποτιμήσει, προσαποτιμήσῃ προσαποτιμήσεται
Dual προσαποτιμήσεσθον προσαποτιμήσεσθον
Plural προσαποτιμησόμεθα προσαποτιμήσεσθε προσαποτιμήσονται
OptativeSingular προσαποτιμησοίμην προσαποτιμήσοιο προσαποτιμήσοιτο
Dual προσαποτιμήσοισθον προσαποτιμησοίσθην
Plural προσαποτιμησοίμεθα προσαποτιμήσοισθε προσαποτιμήσοιντο
Infinitive προσαποτιμήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαποτιμησομενος προσαποτιμησομενου προσαποτιμησομενη προσαποτιμησομενης προσαποτιμησομενον προσαποτιμησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to estimate besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION