Ancient Greek-English Dictionary Language

προκύπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκύπτω προκύψω

Structure: προ (Prefix) + κύπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to stoop and bend forward, to peep out

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκύπτω προκύπτεις προκύπτει
Dual προκύπτετον προκύπτετον
Plural προκύπτομεν προκύπτετε προκύπτουσιν*
SubjunctiveSingular προκύπτω προκύπτῃς προκύπτῃ
Dual προκύπτητον προκύπτητον
Plural προκύπτωμεν προκύπτητε προκύπτωσιν*
OptativeSingular προκύπτοιμι προκύπτοις προκύπτοι
Dual προκύπτοιτον προκυπτοίτην
Plural προκύπτοιμεν προκύπτοιτε προκύπτοιεν
ImperativeSingular προκύπτε προκυπτέτω
Dual προκύπτετον προκυπτέτων
Plural προκύπτετε προκυπτόντων, προκυπτέτωσαν
Infinitive προκύπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκυπτων προκυπτοντος προκυπτουσα προκυπτουσης προκυπτον προκυπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκύπτομαι προκύπτει, προκύπτῃ προκύπτεται
Dual προκύπτεσθον προκύπτεσθον
Plural προκυπτόμεθα προκύπτεσθε προκύπτονται
SubjunctiveSingular προκύπτωμαι προκύπτῃ προκύπτηται
Dual προκύπτησθον προκύπτησθον
Plural προκυπτώμεθα προκύπτησθε προκύπτωνται
OptativeSingular προκυπτοίμην προκύπτοιο προκύπτοιτο
Dual προκύπτοισθον προκυπτοίσθην
Plural προκυπτοίμεθα προκύπτοισθε προκύπτοιντο
ImperativeSingular προκύπτου προκυπτέσθω
Dual προκύπτεσθον προκυπτέσθων
Plural προκύπτεσθε προκυπτέσθων, προκυπτέσθωσαν
Infinitive προκύπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκυπτομενος προκυπτομενου προκυπτομενη προκυπτομενης προκυπτομενον προκυπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐκ δὲ αὐτῆσ ὀδοὺσ προκύπτει, ᾧ κεντοῦσα πίνει τοῦ αἵματοσ ‐ πίνει μὲν γὰρ καὶ γάλακτοσ, ἡδὺ δὲ αὐτῇ καὶ τὸ αἷμα ‐ οὐ μετὰ μεγάλησ ὀδύνησ τῶν κεντουμένων. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 3:5)

Synonyms

  1. to stoop and bend forward

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION