헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προκλαίω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προκλαίω προκλαύσομαι

형태분석: προ (접두사) + κλαί (어간) + ω (인칭어미)

  1. to weep beforehand or openly
  2. to lament beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκλαίω

προκλαίεις

προκλαίει

쌍수 προκλαίετον

προκλαίετον

복수 προκλαίομεν

προκλαίετε

προκλαίουσιν*

접속법단수 προκλαίω

προκλαίῃς

προκλαίῃ

쌍수 προκλαίητον

προκλαίητον

복수 προκλαίωμεν

προκλαίητε

προκλαίωσιν*

기원법단수 προκλαίοιμι

προκλαίοις

προκλαίοι

쌍수 προκλαίοιτον

προκλαιοίτην

복수 προκλαίοιμεν

προκλαίοιτε

προκλαίοιεν

명령법단수 προκλαίε

προκλαιέτω

쌍수 προκλαίετον

προκλαιέτων

복수 προκλαίετε

προκλαιόντων, προκλαιέτωσαν

부정사 προκλαίειν

분사 남성여성중성
προκλαιων

προκλαιοντος

προκλαιουσα

προκλαιουσης

προκλαιον

προκλαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκλαίομαι

προκλαίει, προκλαίῃ

προκλαίεται

쌍수 προκλαίεσθον

προκλαίεσθον

복수 προκλαιόμεθα

προκλαίεσθε

προκλαίονται

접속법단수 προκλαίωμαι

προκλαίῃ

προκλαίηται

쌍수 προκλαίησθον

προκλαίησθον

복수 προκλαιώμεθα

προκλαίησθε

προκλαίωνται

기원법단수 προκλαιοίμην

προκλαίοιο

προκλαίοιτο

쌍수 προκλαίοισθον

προκλαιοίσθην

복수 προκλαιοίμεθα

προκλαίοισθε

προκλαίοιντο

명령법단수 προκλαίου

προκλαιέσθω

쌍수 προκλαίεσθον

προκλαιέσθων

복수 προκλαίεσθε

προκλαιέσθων, προκλαιέσθωσαν

부정사 προκλαίεσθαι

분사 남성여성중성
προκλαιομενος

προκλαιομενου

προκλαιομενη

προκλαιομενης

προκλαιομενον

προκλαιομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to lament beforehand

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION