Ancient Greek-English Dictionary Language

προκινέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκινέω

Structure: προκινέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to move forward, to urge on, to advance

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκινῶ προκινεῖς προκινεῖ
Dual προκινεῖτον προκινεῖτον
Plural προκινοῦμεν προκινεῖτε προκινοῦσιν*
SubjunctiveSingular προκινῶ προκινῇς προκινῇ
Dual προκινῆτον προκινῆτον
Plural προκινῶμεν προκινῆτε προκινῶσιν*
OptativeSingular προκινοῖμι προκινοῖς προκινοῖ
Dual προκινοῖτον προκινοίτην
Plural προκινοῖμεν προκινοῖτε προκινοῖεν
ImperativeSingular προκίνει προκινείτω
Dual προκινεῖτον προκινείτων
Plural προκινεῖτε προκινούντων, προκινείτωσαν
Infinitive προκινεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκινων προκινουντος προκινουσα προκινουσης προκινουν προκινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκινοῦμαι προκινεῖ, προκινῇ προκινεῖται
Dual προκινεῖσθον προκινεῖσθον
Plural προκινούμεθα προκινεῖσθε προκινοῦνται
SubjunctiveSingular προκινῶμαι προκινῇ προκινῆται
Dual προκινῆσθον προκινῆσθον
Plural προκινώμεθα προκινῆσθε προκινῶνται
OptativeSingular προκινοίμην προκινοῖο προκινοῖτο
Dual προκινοῖσθον προκινοίσθην
Plural προκινοίμεθα προκινοῖσθε προκινοῖντο
ImperativeSingular προκινοῦ προκινείσθω
Dual προκινεῖσθον προκινείσθων
Plural προκινεῖσθε προκινείσθων, προκινείσθωσαν
Infinitive προκινεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκινουμενος προκινουμενου προκινουμενη προκινουμενης προκινουμενον προκινουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "διὰ τί τῶν τοῖσ θεοῖσ ἀνατιθεμένων μόνα τὰ σκῦλα νενόμισται περιορᾶν ἀφανιζόμενα τῷ χρόνῳ, καὶ μήτε προκινεῖν μήτ’ ἐπισκευάζειν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 371)
  • ἐπειδὰν δὲ ἀναβῇ, ἠρεμήσαντα πλείω χρόνον ἢ τὸν ἐπιτυχόντα οὕτω προκινεῖν αὐτὸν ὡσ πρᾳοτάτοισ σημείοισ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 4:2)
  • οἱ δὲ βάρβαροι πρὸσ ὅλην τὴν τάξιν τῶν Μακεδόνων ἔστησαν τὸ πλῆθοσ τῶν ἱππέων καὶ διὰ τούτων προκινεῖν τὴν μάχην διεγνώκεισαν. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 19 3:2)

Synonyms

  1. to move forward

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION