Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαίω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκαίω προκαύσω

Structure: προ (Prefix) + καί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to burn before, to be lighted before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαίω προκαίεις προκαίει
Dual προκαίετον προκαίετον
Plural προκαίομεν προκαίετε προκαίουσιν*
SubjunctiveSingular προκαίω προκαίῃς προκαίῃ
Dual προκαίητον προκαίητον
Plural προκαίωμεν προκαίητε προκαίωσιν*
OptativeSingular προκαίοιμι προκαίοις προκαίοι
Dual προκαίοιτον προκαιοίτην
Plural προκαίοιμεν προκαίοιτε προκαίοιεν
ImperativeSingular προκαίε προκαιέτω
Dual προκαίετον προκαιέτων
Plural προκαίετε προκαιόντων, προκαιέτωσαν
Infinitive προκαίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαιων προκαιοντος προκαιουσα προκαιουσης προκαιον προκαιοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαίομαι προκαίει, προκαίῃ προκαίεται
Dual προκαίεσθον προκαίεσθον
Plural προκαιόμεθα προκαίεσθε προκαίονται
SubjunctiveSingular προκαίωμαι προκαίῃ προκαίηται
Dual προκαίησθον προκαίησθον
Plural προκαιώμεθα προκαίησθε προκαίωνται
OptativeSingular προκαιοίμην προκαίοιο προκαίοιτο
Dual προκαίοισθον προκαιοίσθην
Plural προκαιοίμεθα προκαίοισθε προκαίοιντο
ImperativeSingular προκαίου προκαιέσθω
Dual προκαίεσθον προκαιέσθων
Plural προκαίεσθε προκαιέσθων, προκαιέσθωσαν
Infinitive προκαίεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαιομενος προκαιομενου προκαιομενη προκαιομενης προκαιομενον προκαιομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to burn before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION